|
Αναζήτηση κοινού
βηματισμού
Μέχρι
πρόσφατα, η ΡΑΕΚ επέμενε
ότι το έργο, συνολικού
κόστους 1,9 δισ.
ευρώ, πρέπει να
προχωρήσει με ίδιους
πόρους του ΑΔΜΗΕ,
την ευρωπαϊκή
χρηματοδότηση των
658 εκατ. ευρώ
και επιπλέον επιβάρυνση
στους Έλληνες
καταναλωτές. Επίσης,
είχε αναγνωρίσει μόνο
82 από τα 259
εκατ. ευρώ των
μέχρι σήμερα δαπανών του
Διαχειριστή.
Την ίδια
στιγμή, ο Κύπριος
υπουργός Οικονομικών
Μάκης Κεραυνός
είχε μπλοκάρει την
έγκριση της πρώτης δόσης
των 25 εκατ. ευρώ,
επικαλούμενος μελέτες
που αμφισβητούσαν τη
βιωσιμότητα του έργου.
Ωστόσο,
μετά το παρατεταμένο
πινγκ πονγκ δηλώσεων, οι
δύο πλευρές φαίνεται ότι
επιδιώκουν να
παρουσιάσουν μια εικόνα
συνεννόησης.
Οι
κρίσιμες επαφές
Την
Πέμπτη πραγματοποιήθηκε
τηλεδιάσκεψη με τη
συμμετοχή του Ευρωπαίου
Επιτρόπου Ενέργειας
Νταν Γιόργκενσεν,
του υπουργού
Περιβάλλοντος και
Ενέργειας
Σταύρου Παπασταύρου,
του Κύπριου υπουργού
Ενέργειας
Γιώργου Παπαναστασίου,
του υφυπουργού Ενέργειας
Νίκου Τσάφου
και του πρέσβη της
Κύπρου στην Ελλάδα
Σταύρου
Αυγουστίδη.
Σύμφωνα
με το ΥΠΕΝ, στη συζήτηση
έγινε συνολική αποτίμηση
όλων των παραμέτρων του
έργου – από τεχνικές και
οικονομικές έως
γεωπολιτικές.
Την
επομένη, ακολούθησε
συνάντηση στο ΥΠΕΝ
μεταξύ ΡΑΑΕΥ,
ΡΑΕΚ
και ΑΔΜΗΕ,
παρουσία των κ. Τσάφου
και Αυγουστίδη. Η
ατμόσφαιρα
χαρακτηρίστηκε
«ιδιαίτερα
εποικοδομητική», με
αναφορές σε «πολλαπλά
σημεία σύγκλισης» και
συμφωνία επί των
επόμενων βημάτων. Παρόλα
αυτά, συγκεκριμένες
λεπτομέρειες δεν δόθηκαν
στη δημοσιότητα.
Άναψε το
πράσινο φως για τα 25
εκατ. ευρώ
Παρότι η
ελληνική πλευρά
παραμένει φειδωλή στις
πληροφορίες, η εφημερίδα
Καθημερινή της
Κύπρου
αποκάλυψε ότι από την
τηλεδιάσκεψη με τον
Γιόργκενσεν προέκυψαν
τρεις κρίσιμες αποφάσεις
που ξεμπλοκάρουν το
έργο.
Πρώτον,
συμφωνήθηκε να
εκταμιευθεί η πρώτη δόση
των 25 εκατ. ευρώ
από την κυπριακή πλευρά
προς τον ΑΔΜΗΕ, παρά τις
επιφυλάξεις του υπουργού
Οικονομικών. Η ΡΑΕΚ είχε
εγκρίνει ήδη τη δαπάνη,
αλλά η διαδικασία
καθυστερούσε λόγω
άρνησης του ΥΠΟΙΚ.
Το
γεωπολιτικό βάρος περνά
στην Ελλάδα
Για το
ζήτημα της ασφάλειας, η
Κύπρος φαίνεται να
πέτυχε τη δέσμευση της
Αθήνας ότι θα αναλάβει
την ευθύνη σε περίπτωση
τουρκικών προκλήσεων.
Συγκεκριμένα, θα
πραγματοποιηθεί η
έρευνα βυθού
μεταξύ Κρήτης και Κύπρου
– η οποία είχε «παγώσει»
από το καλοκαίρι του
2024 – με την Ελλάδα να
εκδίδει τις απαραίτητες
NAVTEX
όταν το ερευνητικό
σκάφος ξεκινήσει
εργασίες.
Παρέμβαση της Κομισιόν
μέσω φον ντερ Λάιεν
Το τρίτο
ζήτημα που συμφωνήθηκε
αφορά τον ρόλο της
Ευρωπαϊκής
Επιτροπής. Ο
Επίτροπος Ενέργειας
τόνισε ότι το έργο
θεωρείται
υψίστης ευρωπαϊκής
σημασίας και
ότι η πρόεδρος της
Κομισιόν
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
θα αναλάβει πρωτοβουλία
για την επίλυση τυχόν
γεωπολιτικών εμποδίων.
Η
πρόεδρος έχει ήδη
χαρακτηρίσει το GSI ως
ένα από τα οκτώ
πιο κρίσιμα ενεργειακά
έργα της Ευρώπης,
υπογραμμίζοντας ότι δεν
πρόκειται να επιτρέψει
την αναστολή της
υλοποίησής του.
Ανανεωμένο ενδιαφέρον
της Meridiam
Εφόσον
προχωρήσουν οι έρευνες
και αρθούν οι
επιφυλάξεις της
Λευκωσίας, η
γαλλική Meridiam
αναμένεται να συνεχίσει
τη διαδικασία για τη
συμμετοχή της στο έργο,
σύμφωνα με τη
συμφωνία-πλαίσιο που
είχε συνάψει με τον
ΑΔΜΗΕ τον
Δεκέμβριο του 2024.
Η
συμφωνία προέβλεπε την
απόκτηση 49,9%
της εταιρείας ειδικού
σκοπού Great Sea
Interconnector Ltd
από τη Meridiam, με τον
ΑΔΜΗΕ να διατηρεί το
50,1%
και τη δυνατότητα
συμμετοχής της Κυπριακής
Δημοκρατίας με ανάλογη
αναπροσαρμογή των
ποσοστών.
Αν
προχωρήσει η διαδικασία,
θα ξεκινήσουν οι
μελέτες due diligence
(τεχνικός,
χρηματοοικονομικός και
νομικός έλεγχος), που θα
οδηγήσουν στην υπογραφή
της συμφωνίας
μετόχων (Shareholders
Agreement) και
τη σταδιακή κατανομή του
κόστους κατασκευής.
Στο
παρασκήνιο, έχουν
εκδηλωθεί κατά καιρούς
ενδιαφέροντα και από
επενδυτικά
σχήματα των ΗΑΕ και των
ΗΠΑ (μέσω της
DFC), ωστόσο το
ενδιαφέρον της Meridiam
παραμένει το πιο ώριμο
και σταθερό.
Το έργο
του GSI φαίνεται να
επανέρχεται σε τροχιά
υλοποίησης μετά από
μήνες αβεβαιότητας, χάρη
στη διαμεσολάβηση της
Κομισιόν και τη σταδιακή
προσέγγιση Ελλάδας –
Κύπρου. Η ενεργότερη
συμμετοχή της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και η δρομολόγηση
των πρώτων ερευνών βυθού
δίνουν σήμα ότι το έργο
αποκτά ξανά πολιτική και
επενδυτική δυναμική.
|