|
Όποιος
ξέχασε τις αιχμές των
Βρετανών πρωθυπουργών
κάθε φορά που πατούσαν
το πόδι τους στην ήπειρο
θα απόλαυσε τη ρητορική
του Friedrich Merz
ενόψει της συνάντησης
των ηγετών της ΕΕ την 1η
Οκτωβρίου. Ο Γερμανός
καγκελάριος είπε πως
ήρθε η ώρα να «χωθούμε
έναμ πάσσαλο στα
γρανάζια» της
ευρωκρατίας, ώστε να
σταματήσει να γεννάει
συνεχώς νέους
κανονισμούς — σαν να
αντιμετωπίζαμε ένα
βαμπίρ: να του
καρφώσουμε ένα παλούκι
στην καρδιά. Το ότι η ΕΕ
αυτή τη στιγμή
ασχολείται περισσότερο
με την κατάργηση
υπαρχόντων κανονισμών
παρά με τη σύνταξη
καινούργιων είναι κάτι
που ο κ. Merz γνωρίζει,
αλλά η παρατήρηση φάνηκε
ελαφρώς εκτός πλαισίου.
Σα να είχε πάρει
μαθήματα από τον
εκδικητικό Boris
Johnson, ο καγκελάριος
κατήγγειλε πως η ΕΕ
«παρεμβαίνει όλο και
περισσότερο στην
καθημερινή ζωή των
ανθρώπων», ξεπερνώντας
τα όριά της — ένα σχόλιο
που από έναν υποστηρικτή
του ευρωπαϊκού
εγχειρήματος ακούγεται
αναπάντεχο.
Η
γερμανική κραυγή έρχεται
την ώρα που οι
«Βρυξέλλες»
αντιμετωπίζουν τις
συνέπειες ενός
καλοκαιριού γεμάτου
τρόμο. Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, ο εκτελεστικός
βραχίονας της ΕΕ,
διαπραγματεύεται
εμπορικές συμφωνίες για
λογαριασμό των 27 κρατών
μελών του μπλοκ. Τον
Ιούλιο η επικεφαλής της,
Ursula von der Leyen,
έγινε το άθελά της
πρόσωπο της Ευρώπης που
έπρεπε να αποδεχθεί ότι
η Αμερική του Donald
Trump θα επιβάλλει
δασμούς στις
επιχειρήσεις της γηραιάς
ηπείρου, ενώ συμφώνησε
να μην ανταποδώσει.
Καλοπροαίρετοι εθνικοί
πολιτικοί θα μπορούσαν
να επισημάνουν ότι η
κυρία von der Leyen
υπέγραψε τη συμφωνία που
είχαν εμμέσως απαιτήσει
από την Επιτροπή να
διαπραγματευτεί – ένα
κακό αποτέλεσμα που ήταν
ωστόσο καλύτερο από το
να εξοργίσει τον κ.
Trump και να ακυρώσει
τις αμερικανικές
εγγυήσεις ασφαλείας για
την Ευρώπη, τη στιγμή
που ο πόλεμος στην
Ουκρανία μαίνεται.
Πολλοί χάρηκαν που η κ.
von der Leyen έγινε το
μαύρο πρόβατο της
συμφωνίας, υπονοώντας
διακριτικά ότι θα
μπορούσαν να είχαν
εξασφαλίσει μια πολύ
καλύτερη. Γιατί να
αναγνωρίσουν ότι
δεκαετίες υποεπένδυσης
στην άμυνα από τις
εθνικές κυβερνήσεις
είχαν αφήσει στην Ευρώπη
ελάχιστες άλλες επιλογές
από το να υποταχθεί,
όταν μπορούν κάλλιστα να
κατηγορηθούν οι
«Βρυξέλλες» ;
Απ’ ότι
φαίνεται δεν πρόκειται
για μεμονωμένα
επεισόδια. Η λασπολογία
αναμένεται να
συνεχιστεί. Στις 4
Οκτωβρίου ο Andrej
Babis, οπαδός του
είδους, κέρδισε τις
εκλογές στην Τσεχική
Δημοκρατία. Άλλοι
λαϊκιστές σαν κι αυτόν
περιμένουν στα
παρασκήνια, όπως στη
Γαλλία και τη Γερμανία,
μεταξύ άλλων.
Ομολογουμένως, σήμερα,
ελάχιστοι στην ακροδεξιά
θέλουν να εγκαταλείψουν
το μπλοκ. Στο πνεύμα του
Viktor Orban της
Ουγγαρίας, πολλοί
διακηρύσσουν δυνατά ότι
θα ήθελαν η ΕΕ να είναι
περισσότερο
διακυβερνητική, με τις
μεγάλες αποφάσεις να
λαμβάνονται από τους
εθνικούς ηγέτες και την
Επιτροπή να είναι ο
εκτελεστικός τους
βραχίονας. Φαίνεται να
τους έχει διαφύγει ότι
αυτός είναι ο τρόπος
λειτουργίας του κλαμπ
εδώ και μερικά χρόνια.
Πέρα από
το συνηθισμένο
τρολάρισμα από τους
λαϊκιστές, τα επόμενα
χρόνια, η ΕΕ θα
αντιμετωπίσει πολλές
επικρίσεις. Μια δεκαετία
σχεδόν αδιάλειπτων
κρίσεων που έπληξαν το
μπλοκ -από το Brexit έως
τα προβλήματα που
σχετίζονται με το κλίμα,
τον covid-19, τον πόλεμο
στην Ουκρανία και τις
περιοδικές σπασμωδικές
κρίσεις για τη
μετανάστευση – έχει
οδηγήσει σε ένα πλήθος
σχεδίων σε επίπεδο ΕΕ. Ο
μηχανισμός των
Βρυξελλών, έχοντας
σπαταλήσει το πολιτικό
του κεφάλαιο για να τα
χειριστεί, συχνά αρκετά
λογικά, επωμίζεται τώρα
το κόστος.
Ένα από
τα αποτελέσματα της
πανδημίας, για
παράδειγμα, ήταν τα 750
δισ. ευρώ (873 δισ.
δολάρια) για την τόνωση
της οικονομίας, τα οποία
αντλήθηκαν από δάνειο σε
επίπεδο ΕΕ. Αυτά τα
χρήματα μεταβιβάστηκαν
στις εθνικές κυβερνήσεις
για να τα ξοδέψουν για
να κερδίσουν ψήφους, μια
δημοφιλής κίνηση.
Ωστόσο, οι δαπάνες
σύντομα θα τελειώσουν
και μέχρι το 2028 θα
είναι καιρός να αρχίσει
η αποπληρωμή του
δανείου. Αυτό θα
περιλαμβάνει είτε μια
νέα σειρά φόρων που θα
εισρεύσουν στα ταμεία
της ΕΕ, για παράδειγμα
στα τσιγάρα
(αντιδημοφιλής), είτε
περικοπές σε προγράμματα
της ΕΕ, όπως οι
αγροτικές επιδοτήσεις
(επίσης αντιδημοφιλής),
είτε οι εθνικές
κυβερνήσεις θα πρέπει να
στέλνουν μεγαλύτερες
επιταγές στις Βρυξέλλες
(ακόμα πιο
αντιδημοφιλής).
Ο
μακροπρόθεσμος
προϋπολογισμός που
παρουσιάστηκε από την
Επιτροπή τον Ιούλιο (τα
παζάρια για τον οποίο θα
διαρκέσουν δύο ακόμη
χρόνια) έγινε δεκτός με
γκρίνια στις
πρωτεύουσες. Ελάχιστη
σημασία έχει το γεγονός
ότι κάποιοι
παραπονιούνται ότι η ΕΕ
σχεδιάζει να δαπανήσει
πολύ λίγα, ενώ άλλοι
πάρα πολλά. Υπάρχουν και
άλλες διαμάχες που
βρίσκονται καθ’ οδόν,
πέρα από τα χρήματα. Η
απαγόρευση της πώλησης
αυτοκινήτων που
κινούνται με κινητήρες
εσωτερικής καύσης έως το
2035 φαινόταν σαν μια
ενάρετη πολιτική όταν
συμφωνήθηκε πριν από
τρία χρόνια.
Τώρα που
η προθεσμία είναι πολύ
πιο κοντά, κάποιοι έχουν
δεύτερες σκέψεις. Το
2024 ένα κύμα
μετανάστευσης εκτονώθηκε
μέσω ενός νέου «συμφώνου
μετανάστευσης». Η
συμφωνία αυτή θα έχει
σύντομα ως αποτέλεσμα τη
μετεγκατάσταση των
αιτούντων άσυλο από τη
μία χώρα της ΕΕ στην
άλλη. Να δείτε ότι οι
εθνικές κυβερνήσεις
σύντομα θα εκνευριστούν
με τις «Βρυξέλλες»
-χωρίς να αναφέρουν ότι
οι υπουργοί τους
υπέγραψαν τη συμφωνία,
όταν βρισκόταν υπό
διαπραγμάτευση.
Αυτό
είναι το πραγματικά
ανησυχητικό με τις
επιθέσεις στις
Βρυξέλλες. Οι πολιτικοί
καταγγέλλουν τις
αποφάσεις της ΕΕ σαν να
προέρχονται από κάποια
ξένη δύναμη, ενώ στην
πραγματικότητα οι ίδιες
οι εθνικές κυβερνήσεις
αποτελούν τη ραχοκοκαλιά
της. Το να «κατηγορείς
τις Βρυξέλλες» μοιάζει
με εγγαστρίμυθο που
κατηγορεί τη μαριονέτα
του επειδή μιλάει
άσχημα.
Πολλές
από τις πιο δύσκολες
προκλήσεις της Ευρώπης —
από τη στήριξη της
Ουκρανίας και τη μείωση
των εκπομπών άνθρακα,
μέχρι την αντιμετώπιση
του κ. Trump— μπορούν
πια να λυθούν μόνο
συλλογικά, σε επίπεδο 27
χωρών που προσπαθούν,
έστω και δύσκολα, να
δράσουν ως μία. Για
πολλούς πολιτικούς, αυτή
η ιδέα είναι εφιαλτική.
Είναι πολύ πιο εύκολο να
ρίχνεις το φταίξιμο στα
φαντάσματα μιας βροχερής
βελγικής πόλης, παρά να
κοιτάξεις τα λάθη στη
διαχείριση ίδιου σου του
«σπιτιού».
Πηγή:
The Economist
|