|
Η Ελλάδα
σταθερά μεταξύ των
ακριβότερων αγορών της
Ευρώπης
Σύμφωνα
με τη μελέτη, η Ελλάδα
κατατάχθηκε το 2024 στην
6η θέση των πιο ακριβών
ευρωπαϊκών αγορών και το
2025 (έως τον Οκτώβριο)
στην 7η. Η χονδρεμπορική
αγορά (DAM – Day Ahead
Market) επηρεάζει
περίπου κατά 70% τη
διαμόρφωση των λιανικών
τιμολογίων, με
αποτέλεσμα οι υψηλές
τιμές να μεταφέρονται
άμεσα σε νοικοκυριά και
επιχειρήσεις.
Παράλληλα, τα στοιχεία
δείχνουν ότι οι
ενδοημερήσιες τιμές
παρουσιάζουν ολοένα
μεγαλύτερη διακύμανση. Η
απόσταση μεταξύ της
χαμηλότερης τιμής
(12:00–13:00) και της
υψηλότερης (20:00–21:00)
αυξήθηκε από 128 €/MWh
το 2024 σε 143,4 €/MWh
το 2025. Η «ψαλίδα» αυτή
αποτελεί ένδειξη
αστάθειας και ανεπαρκούς
διαθέσιμης φθηνής
παραγωγής κατά τις ώρες
αιχμής.
Παράγοντες που οδηγούν
σε υψηλές τιμές
Η
ελληνική προημερησία
αγορά λειτουργεί με το
ευρωπαϊκό μοντέλο
οριακής τιμολόγησης
(marginal pricing), κατά
το οποίο:
η
ακριβότερη μονάδα που
απαιτείται για την
κάλυψη της ζήτησης κάθε
15λέπτου καθορίζει την
τιμή για όλες τις
μονάδες.
Έτσι,
παρότι οι ΑΠΕ προσφέρουν
ενέργεια με μηδενικό ή
πολύ χαμηλό κόστος, η
τελική τιμή καθορίζεται
από τους συμβατικούς
σταθμούς — κυρίως
μονάδες ορυκτού αερίου
και σε μικρότερο βαθμό
λιγνίτη και
υδροηλεκτρικών. Συνεπώς,
όταν η παραγωγή ΑΠΕ
είναι υψηλή (μεσημέρι),
οι τιμές μειώνονται, ενώ
όταν μειώνεται (βράδυ),
το σύστημα στρέφεται στο
ακριβό αέριο και οι
τιμές αυξάνονται
απότομα.
Οι
στατιστικές συσχετίσεις
(Pearson correlation)
επιβεβαιώνουν ότι:
η αύξηση
της παραγωγής ΑΠΕ
συνδέεται με πτώση των
τιμών,
η
παραγωγή από αέριο έχει
ισχυρότερη επίδραση στην
άνοδο των τιμών από όσο
έχουν οι ΑΠΕ στη μείωσή
τους,
ο
λιγνίτης, παρά το
περιορισμένο μερίδιο
(6–7%), παρουσιάζει
θετική συσχέτιση λόγω
λειτουργίας σε ακριβές
ώρες,
τα
υδροηλεκτρικά
ενεργοποιούνται κυρίως
σε ώρες αιχμής και
εμφανίζουν θετική
συσχέτιση όχι ως αιτία,
αλλά ως συνέπεια.
Συνολικά, η έντονη
εξάρτηση της χώρας από
το αέριο δημιουργεί ένα
«ακριβό μείγμα»
παραγωγής που επιβαρύνει
τόσο τη χονδρεμπορική
όσο και τη λιανική
αγορά.
Υπερβολική εξάρτηση από
το ορυκτό αέριο
Η Ελλάδα
είναι από τις πλέον
εξαρτημένες χώρες της
Ε.Ε. όσον αφορά τη χρήση
αερίου για
ηλεκτροπαραγωγή. Την
περίοδο Οκτώβριος 2023 –
Οκτώβριος 2025, το αέριο
κάλυψε κατά μέσο όρο
43,9% της παραγωγής και
σε ορισμένους μήνες
ξεπέρασε το 55%.
Αντίθετα, η Πορτογαλία
διατήρησε μερίδιο μόλις
14%, με ανώτατο σημείο
το 25%. Σημειώνεται ότι
η Ελλάδα ενίσχυσε την
εγκατεστημένη ισχύ
μονάδων αερίου κατά 826
MW το 2023 και
προγραμματίζει ακόμη 1,5
GW νέων μονάδων, τη
στιγμή που η Πορτογαλία
μείωσε τη δική της ισχύ.
Η
έλλειψη υποδομών
αποθήκευσης
Ο
δεύτερος κρίσιμος
παράγοντας που διατηρεί
τις τιμές υψηλές είναι η
απουσία ουσιαστικής
αποθήκευσης ενέργειας. Η
Πορτογαλία ενίσχυσε τις
υποδομές
αντλησιοταμίευσης κατά
880 MW την περίοδο
2022–2023, ενώ η Ελλάδα
παρέμεινε σταθερή στα
699 MW. Έτσι, η
Πορτογαλία αξιοποιεί την
περίσσεια παραγωγής ΑΠΕ
το μεσημέρι, την
αποδίδει το βράδυ,
περιορίζει τη χρήση
αερίου στις ώρες αιχμής
και διατηρεί
σταθερότερες τιμές.
Εξαιρετικά μεγάλες
διακυμάνσεις τιμών
Η
σύγκριση της περιόδου
2023–2025 δείχνει
ιδιαίτερα υψηλό εύρος
τιμών στην Ελλάδα:
128
€/MWh έως 942 €/MWh,
έναντι
105
€/MWh έως 236 €/MWh
στην Πορτογαλία.
Οι
διακυμάνσεις αυτές
αντικατοπτρίζουν την
έλλειψη αποθήκευσης και
τη μεγάλη εξάρτηση από
το αέριο, καθιστώντας
την ελληνική αγορά μία
από τις πλέον ασταθείς
στην Ευρώπη.
Συμπεράσματα: Γιατί η
Ελλάδα έχει υψηλές τιμές
Η μελέτη
καταλήγει ότι οι υψηλές
τιμές στην Ελλάδα
οφείλονται κυρίως σε
τέσσερις παράγοντες:
Υψηλή
εξάρτηση από το ορυκτό
αέριο:
η Ελλάδα διατηρεί
εξάρτηση της τάξης του
44%, έναντι 14% της
Πορτογαλίας.
Ανεπαρκείς υποδομές
αποθήκευσης:
0,7 GW στην Ελλάδα,
έναντι 3,7 GW στην
Πορτογαλία.
Επενδυτικό μείγμα που
ευνοεί το αέριο αντί των
ΑΠΕ και της αποθήκευσης:
έχουν ανακοινωθεί 1,5 GW
νέων μονάδων αερίου,
χωρίς σαφή στρατηγική
αποθήκευσης στο ΕΣΕΚ.
Μη
αξιοποίηση του πλήρους
δυναμικού των ΑΠΕ:
η αύξηση της παραγωγής
ΑΠΕ το 2025 (+5,5%)
αντισταθμίζεται από την
παράλληλη άνοδο της
παραγωγής από αέριο
(+12,6%).
Η
απαιτούμενη κατεύθυνση
πολιτικής
Η μελέτη
υποδεικνύει τέσσερις
βασικές κατευθύνσεις για
την αντιμετώπιση του
προβλήματος:
Μετάβαση
από το αέριο σε ΑΠΕ και
αποθήκευση,
ως τη μόνη στρατηγική
που μειώνει
μακροπρόθεσμα τις τιμές
και τη μεταβλητότητα.
Επιτάχυνση της ανάπτυξης
υποδομών
αντλησιοταμίευσης και
μπαταριών,
κατά το παράδειγμα της
Πορτογαλίας.
Περιορισμός της ισχύος
νέων μονάδων αερίου,
καθώς η Ε.Ε. κινείται σε
μοντέλο συστημάτων με
μειωμένο ρόλο για το
αέριο.
Ενίσχυση
των διασυνδέσεων και
ενεργότερη συμμετοχή των
ΑΠΕ στην αγορά,
ώστε να διαμορφώνονται
ορθά τα σήματα τιμών.
|