|
Καθώς οι
επενδυτές επανεκτιμούν
τις αποδόσεις στις
οποίες είναι πρόθυμοι να
τοποθετηθούν, εντείνεται
η ανησυχία ότι οι
πολιτικές ηγεσίες είτε
δεν επιδεικνύουν την
απαιτούμενη βούληση είτε
δεν διαθέτουν την
ικανότητα να περιορίσουν
τα δημοσιονομικά
προβλήματα. Αν το
αυξανόμενο κόστος
δανεισμού συνδυαστεί με
διατηρούμενες
πληθωριστικές πιέσεις,
οι κεντρικές τράπεζες
ενδέχεται να βρεθούν με
περιορισμένα περιθώρια
αντίδρασης.
Τι
συμβαίνει στα
μακροπρόθεσμα ομόλογα
Οι
αγοραπωλησίες ομολόγων
βασίζονται στην
ελκυστικότητα των
σταθερών τους αποδόσεων.
Όσο μεγαλύτερη είναι η
διάρκεια μέχρι τη λήξη,
τόσο αυξάνεται και η
αβεβαιότητα. Για τον
λόγο αυτό, τίτλοι
διάρκειας 10 έως και 100
ετών προσφέρουν συνήθως
υψηλότερες αποδόσεις σε
σύγκριση με
βραχυπρόθεσμα έντοκα, ως
αντιστάθμισμα του
αυξημένου κινδύνου.
Υπό
κανονικές συνθήκες, όταν
οι οικονομικές
προοπτικές μιας χώρας
επιδεινώνονται, οι
αποδόσεις υποχωρούν,
καθώς οι επενδυτές
προεξοφλούν χαλαρότερη
νομισματική πολιτική και
στρέφονται σε
ασφαλέστερα καταφύγια.
Ωστόσο, το τελευταίο
διάστημα παρατηρείται το
αντίθετο φαινόμενο.
Στις
ΗΠΑ, η ανθεκτικότητα της
οικονομίας –σε συνδυασμό
με επίμονο πληθωρισμό–
έχει ωθήσει τις μετοχές
σε ιστορικά υψηλά και
τις αποδόσεις των
ομολόγων ανοδικά, παρά
το γεγονός ότι η
ανάπτυξη δεν είναι
εκρηκτική.
Χρέος,
ελλείμματα και
αυξανόμενοι φόβοι
Μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση
του 2008, οι κυβερνήσεις
επωφελήθηκαν από
εξαιρετικά χαμηλά
επιτόκια, συσσωρεύοντας
μεγάλο όγκο φθηνού
χρέους. Η πανδημία
ενίσχυσε ακόμη
περισσότερο αυτή την
τάση. Το παγκόσμιο χρέος
έφθασε σε ιστορικό υψηλό
324 τρισ. δολαρίων το
πρώτο τρίμηνο του 2025,
με βασικούς συντελεστές
την Κίνα, τη Γαλλία και
τη Γερμανία.
Η
περίοδος χαμηλών
επιτοκίων έληξε απότομα
με την αναζωπύρωση του
πληθωρισμού. Οι
κεντρικές τράπεζες
αύξησαν τα επιτόκια και
περιόρισαν –ή και
ανέστρεψαν– τα
προγράμματα ποσοτικής
χαλάρωσης, αυξάνοντας
την προσφορά ομολόγων
στην αγορά και πιέζοντας
τις αποδόσεις ανοδικά.
Η βασική
ανησυχία είναι ότι,
εφόσον οι αποδόσεις
παραμείνουν σε υψηλά
επίπεδα και δεν υπάρξει
δημοσιονομική εξυγίανση,
το κόστος εξυπηρέτησης
του χρέους θα συνεχίσει
να αυξάνεται.
Ο
αμερικανικός παράγοντας
και η πολιτική διάσταση
Στις
ΗΠΑ, πρόσθετο βάρος
προκαλεί το εκτεταμένο
φορολογικό και
δημοσιονομικό πακέτο του
προέδρου Ντόναλντ Τραμπ,
το οποίο –σύμφωνα με το
Γραφείο Προϋπολογισμού
του Κογκρέσου– ενδέχεται
να αυξήσει το έλλειμμα
κατά 3,4 τρισ. δολάρια
μέσα στην επόμενη
δεκαετία.
Η
Moody’s υποβάθμισε την
πιστοληπτική αξιολόγηση
των ΗΠΑ τον Μάιο,
επικαλούμενη ανησυχίες
για τη βιωσιμότητα του
χρέους. Αν και οι δασμοί
του 2025 απέφεραν
σημαντικά έσοδα, δεν
επαρκούν για να καλύψουν
το δημοσιονομικό κενό.
Παράλληλα, οι επιθέσεις
του Τραμπ προς τον
πρόεδρο της Fed και τα
σενάρια για
πολιτικοποίηση της
νομισματικής πολιτικής
εντείνουν τις ανησυχίες
των επενδυτών, οι οποίοι
ζητούν υψηλότερες
αποδόσεις ως
αντιστάθμισμα κινδύνου.
Γιατί η
άνοδος των αποδόσεων
αποτελεί πρόβλημα
Οι
απότομες αυξήσεις στις
μακροπρόθεσμες αποδόσεις
μεταφέρονται άμεσα στο
κόστος στεγαστικών
δανείων, καταναλωτικής
πίστης και εταιρικού
δανεισμού, περιορίζοντας
τη ζήτηση και
επιβραδύνοντας την
οικονομική
δραστηριότητα.
Αν η
κατάσταση παγιωθεί,
μπορεί να δημιουργηθεί
ένας φαύλος κύκλος
υψηλού χρέους και
αυξανόμενων επιτοκίων,
με πολιτικές και
κοινωνικές συνέπειες. Η
ιστορία δείχνει ότι οι
αγορές ομολόγων έχουν τη
δύναμη ακόμη και να
ανατρέψουν κυβερνήσεις.
Πού
μπορεί να οδηγήσει αυτή
η τάση
Οι
αναλυτές της Bloomberg
Economics εκτιμούν ότι
απόδοση γύρω στο 4,5%
για το 10ετές
αμερικανικό ομόλογο
ενδέχεται να αποτελέσει
το νέο «φυσιολογικό».
Αυτό αντανακλά το τέλος
της πολυετούς πτώσης του
ουδέτερου επιτοκίου και
την είσοδο σε ένα
περιβάλλον αυξημένων
διαρθρωτικών κινδύνων.
Όπως
σημειώνουν, αν
υλοποιηθούν οι κίνδυνοι
που συνδέονται με το
χρέος, το κλίμα, τη
γεωπολιτική και την
τεχνολογία, τα επιτόκια
ενδέχεται να κινηθούν
ακόμη υψηλότερα τα
επόμενα χρόνια.
|