Ο λόγος
γίνεται για στεγαστικά,
καταναλωτικά δάνεια και
χορηγήσεις προς μικρές ή
ατομικές επιχειρήσεις,
οι εκταμιεύσεις των
οποίων αθροιζόμενες
υπολείπονται τα
τελευταία 15 χρόνια των
ετήσιων αποπληρωμών.
Αυτό
είναι αποτέλεσμα κυρίως
των χαμηλών πτήσεων που
συνεχίζουν να
καταγράφονται στα δάνεια
στέγης και δευτερευόντως
στην επαγγελματική
πίστη.
Όπως
επισημαίνουν αναλυτές
που παρακολουθούν τον
κλάδο, μέχρι και σήμερα
ένα μεγάλο μέρος του
στοκ των στεγαστικών
δανείων που δόθηκαν κατά
τη δεκαετία του 2000,
παραμένει στα βιβλία των
τραπεζών και συνεχίζει
μέχρι και σήμερα να
πιέζει τα συνολικά τους
υπόλοιπα.
Οι
ετήσιες αποπληρωμές
Σύμφωνα
με τους ίδιους κύκλους,
υπολογίζεται ότι κάθε
χρόνο εξοφλούνται 2 δισ.
ευρώ από τις
συγκεκριμένες
χορηγήσεις, επίπεδα που
μέχρι σήμερα δεν έχουν
υπερβεί οι νέες ετήσιες
εκταμιεύσεις σε καμία
χρήση.
Για
παράδειγμα, εφέτος η νέα
παραγωγή εκτιμάται ότι
θα διαμορφωθεί γύρω από
τη ζώνη των 1,5 δισ.
ευρώ, διατηρώντας το
πρόσημο της πιστωτικής
μεταβολής σε αρνητικά
επίπεδα.
Από την
άλλη, αισθητά καλύτερη
είναι η κατάσταση σε
καταναλωτική και
επαγγελματική πίστη.
Ένας από τους βασικούς
λόγους είναι πως το
μεγαλύτερο μέρος των
παλαιών δανείων, που
είχε κοκκινήσει,
αποενοποιήθηκε κατά τη
φάση εξυγίανσης των
τραπεζικών ισολογισμών.
Ως
αποτέλεσμα, οι
εκταμιεύσεις έχουν
υπερβεί τα τελευταία
χρόνια τις αποπληρωμές,
οι οποίες στα δάνεια
προς μικρές επιχειρήσεις
και στα καταναλωτικά,
ανέρχονται σε περίπου
3,15 δισ. ευρώ και 1
δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Οι νέες
χορηγήσεις ωστόσο σε
ετήσια βάση κινούνται
αθροιστικά γύρω από τα 5
δισ. ευρώ, ξεπερνώντας
τα κεφάλαια που
αποπληρώνονται από τους
δανειολήπτες.
Οι
στόχοι για 2025
Για τις
επόμενες δύο χρήσεις οι
τραπεζικές διοικήσεις
είναι αισιόδοξες ότι τα
νούμερα θα βελτιωθούν,
με ώθηση κυρίως από τα
στεγαστικά δάνεια, στα
οποία εκτιμούν ότι
υπάρχουν σημαντικά
περιθώρια ανάπτυξης.
Στο
πλαίσιο αυτό δεν
αποκλείουν οι νέες
εκταμιεύσεις για τη
χρηματοδότηση ακινήτων
να φτάσουν το 2025 τα 2
δισ. ευρώ, χαρίζοντας
θετικό πρόσημο έστω και
οριακό στους ρυθμούς
πιστωτικής επέκτασης για
πρώτη φορά από τα τέλη
της δεκαετίας του 2000.
Πρόκειται για μία άνοδος
της τάξης του 20% στις
σχετικές εργασίες σε
σχέση με την εφετινή
χρονιά, η οποία
ευνοείται από:
Την
ενεργοποίηση του
δεύτερου κύκλου του
προγράμματος «Σπίτι
Μου», στις αρχές του
2025, μέσω του οποίου οι
χορηγήσεις των τραπεζών
μπορούν να ανέλθουν έως
και 1 δισ. ευρώ
Τη
μείωση του κόστους
χρήματος, που θα
επιτρέψει στις τράπεζες
να μειώσουν τα επιτόκιά
τους, επιδρώντας θετικά
στην ψυχολογία των
καταναλωτών και
οδηγώντας τη ζήτηση σε
άνοδο
Στις
αυξημένες στεγαστικές
ανάγκες του πληθυσμού,
οι οποίες θα μπορούσαν
να στρέψουν ένα εύλογο
αριθμό νοικοκυριών στην
απόκτηση κατοικίας με
τραπεζική χρηματοδότηση,
καθώς τα ενοίκια
συνεχίζουν την ανοδική
τους πορεία
Στους
αναμενόμενους θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης της
οικονομίας και στην
άνοδο του διαθέσιμου
εισοδήματος των πολιτών,
καθώς οι ονομαστικοί
μισθοί αυξάνονται και ο
πληθωρισμός υποχωρεί.
Τα
δάνεια των μικρών
Από την
άλλη, στα δάνεια των
μικρών επιχειρήσεων,
στόχος είναι η διατήρηση
των νέων εκταμιεύσεων
στην περιοχή των 3,5
δισ. ευρώ.
Όπως
λένε τραπεζικοί κύκλοι,
σε αυτόν τον τομέα το
μεγαλύτερο εμπόδιο για
την ανάπτυξη των νέων
πωλήσεων αποτελεί η
φοροδιαφυγή.
Κι αυτό
διότι η απόκρυψη της
κερδοφορίας καθιστά τις
περισσότερες
επιχειρήσεις μη
«χρηματοδοτήσιμες», με
βάση τα συνήθη τραπεζικά
κριτήρια.
Τέλος,
στα καταναλωτικά δάνεια
ο μεγαλύτερος όγκος της
νέας παραγωγής
προέρχεται πλέον από τα
δίκτυα των συνεργατών
των τραπεζών, με
κυρίαρχο το μερίδιο των
προϊόντων για την αγορά
αυτοκινήτου.
Η
συγκεκριμένη αγορά
αναμένεται να εμφανίσει
θετικό ρυθμό μεταβολής
των υπολοίπων τόσο το
2024, όσο και το 2025.
Εφόσον
λοιπόν τα μεγέθη σε
στεγαστικά, καταναλωτικά
και επαγγελματικά
δάνεια, κινηθούν εντός
των προβλέψεων των
τραπεζών, δηλαδή οι
εκταμιεύσεις ξεπεράσουν
τα 7 δισ. ευρώ, η
πιστωτική επέκταση θα
επιστρέψει σε θετικό
έδαφος, με τη μεγέθυνση
του σχετικού
χαρτοφυλακίου κατά 1
δισ. ευρώ περίπου.