|
Η
JP
Morgan
επισημαίνει ότι η
συναλλαγή ενισχύει τη
θέση της
Eurobank
στον τομέα
bancassurance,
παρέχοντας επιπλέον
έσοδα από προμήθειες και
αυξάνοντας τη συνολική
κερδοφορία. Η συμφωνία
εκτιμάται ότι θα
προσθέσει 5-6% στα
EPS
και περίπου 115 μονάδες
βάσης στο
RoTE
το 2027, με την
κεφαλαιακή απαίτηση
CET1
να υπολογίζεται σε
περίπου 120 μονάδες
βάσης (χωρίς τον Δανικό
Συμβιβασμό). Το
pro-forma
RoTE
της
Eurobank
αναμένεται να ξεπεράσει
το 17%, αφήνοντας
περιθώριο περίπου 150
μ.β. σε σχέση με Εθνική
και Πειραιώς, ενώ τα
έσοδα από προμήθειες θα
φτάσουν περίπου στις 90
μ.β. επί των συνολικών
στοιχείων ενεργητικού.
Η
JP
Morgan
τονίζει ότι πρόκειται
για μια κεφαλαιακά
«ελαφριά» και κερδοφόρα
συναλλαγή, με χαμηλό
ρίσκο ολοκλήρωσης,
δεδομένου ότι η
Eurolife
διαθέτει ισχυρό δίκτυο
διανομής ενσωματωμένο
στο
bancassurance
της
Eurobank,
με συνέργειες που έχουν
αναπτυχθεί για πάνω από
δύο δεκαετίες.
Η
Eurolife
είναι μία από τις
ταχύτερα αναπτυσσόμενες
ασφαλιστικές στην
Ελλάδα, με μερίδιο
αγοράς περίπου 22% και
συνολικά ασφάλιστρα ~0,6
δισ. ευρώ το 2024. Το
77% των προϊόντων της
διανέμεται μέσω του
δικτύου της
Eurobank,
ενώ το 70% αφορά
Unit-Linked
προϊόντα, τα οποία είναι
λιγότερο κεφαλαιακά
απαιτητικά από τα
παραδοσιακά προϊόντα
ζωής, δημιουργώντας
περιθώρια περαιτέρω
συνέργειας μετά την
εσωτερικοποίηση.
Η
JP
Morgan
διατηρεί θετική στάση
για τη
Eurobank
μέχρι το τέλος του
έτους, επισημαίνοντας
ότι η τράπεζα μπορεί να
διατηρήσει υψηλότερο
κανονικοποιημένο
RoTE
συγκριτικά με τους
ανταγωνιστές της. Η
Eurobank
διαπραγματεύεται με
δείκτη
P/E
8x
για το 2027 (7,5x
pro-forma)
και 1,25x
TBV
για
RoTE
16,1% (17,3%
pro-forma).
Συνολικά, η εξαγορά της
Eurolife
αποτελεί στρατηγική
κίνηση που αυξάνει την
κερδοφορία της
Eurobank,
αξιοποιεί το πλεονάζον
κεφάλαιο και ενισχύει τη
σταθερότητα των εσόδων
μέσω προμηθειών,
ενισχύοντας τη θέση της
τράπεζας στην ελληνική
αγορά.
|