Παράλληλα, η Ευρώπη είχε
πολλούς λόγους να είναι
ενωμένη. Οι εμπορικές
συνομιλίες είναι
λιγότερο περίπλοκες για
μια ενιαία αγορά, αν 27
χώρες βρουν μια κοινή
θέση, ακόμα και αν αυτό
σημαίνει μερικές φορές
συμβιβασμό σε επίπεδο
εθνικών συμφερόντων. Η
κρίση του ευρώ έπληξε
όλα τα μέλη της
νομισματικής ζώνης. Όταν
η Ρωσία εισέβαλε στην
Ουκρανία, το μεγαλύτερο
μέρος της Ευρώπης
αντέδρασε με ενστικτώδη
τρόμο, ενώ γρήγορα
ακολούθησαν κυρώσεις
κατά της Ρωσίας και
κονδύλια για την
Ουκρανία.
Η
επόμενη κρίση θα είναι
δυσκολότερη, εν μέρει
επειδή η φύση των
απειλών που
αντιμετωπίζει η Ευρώπη
έχει αλλάξει. Η Αμερική
και η Κίνα σύντομα θα
απαξιώσουν την ΕΕ και
τους παγκόσμιους
κανόνες. Οι ηγέτες τους
δεν θα έχουν κανένα
πρόβλημα να συνδέσουν τα
οικονομικά θέματα με
θέματα ασφάλειας για
μέγιστη μόχλευση, όπως
αποτυπώνεται στην
υπόσχεση του Donald
Trump να χρησιμοποιήσει
τους δασμούς και
ενδεχομένως ακόμα και τη
βία για να πείσει τη
Δανία να παραδώσει τη
Γροιλανδία. Η διεθνής
ασφάλεια έχει
επιδεινωθεί σε σημείο
που οι ευρωπαϊκές
ένοπλες δυνάμεις
επανασχεδιάζονται με
μεγαλύτερους
προϋπολογισμούς. Σε
αυτήν τη συγκυρία, η
Ευρώπη δρα από θέση
αδυναμίας. Η Γερμανία, η
μεγαλύτερη οικονομία
της, εισέρχεται στο
τρίτο έτος ύφεσης, τη
στιγμή που οι απειλές
και τα προβλήματα
διχάζουν την Ευρώπη κατά
μήκος νέων γραμμών.
Για να
δούμε πώς, ας
ξεκινήσουμε με τις
οικονομικές δυσκολίες
της ηπείρου. Οι αδύναμες
οικονομίες είναι πιο
πιθανό να λάβουν κακές
γεωπολιτικές αποφάσεις.
Κατά τη διάρκεια της
κρίσης του ευρώ στις
αρχές της δεκαετίας του
2010, η περιφέρεια της
Ευρώπης δεινοπάθησε. Οι
χώρες της Νότιας Ευρώπης
έδιναν αδιακρίτως βίζες
στους επενδυτές. Οι
χώρες της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης ήταν
περισσότερο από ευτυχείς
να συνεργαστούν με την
Κίνα στο πλαίσιο της
πρωτοβουλίας «16+1», η
οποία επιδίωκε να
προσελκύσει την περιοχή
στην τροχιά του Xi
Jinping. Τώρα υποφέρει ο
πυρήνας της Ευρώπης. Δεν
είναι μόνο η Γερμανία.
Το ΔΝΤ προβλέπει επίσης
ισχνή ανάπτυξη για τη
Γαλλία και την Ιταλία
(βλ. πίνακα). Επομένως,
οι μεγαλύτερες χώρες της
Ευρώπης θα πρέπει να
καθοδηγήσουν την ΕΕ εν
μέσω δύσκολων καιρών,
προσπαθώντας παράλληλα
να μεταρρυθμίσουν τις
δικές τους οικονομίες.
Τον Σεπτέμβριο ο Mario
Draghi, πρώην πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕΚΤ) και
πρωθυπουργός της
Ιταλίας, παρουσίασε ένα
φιλόδοξο πρόγραμμα
μεταρρυθμίσεων. Χωρίς
συμφωνία μεταξύ της
Γαλλίας και της
Γερμανίας υπάρχουν
ελάχιστες ελπίδες ακόμα
και για τις πιο
μετριοπαθείς από τις
προτάσεις του.
Τα μέλη
της ΕΕ ποτέ δεν
ταυτίστηκαν σε θέματα
εμπορίου, αλλά υπήρχε
ισορροπία. Ένα μπλοκ
ελεύθερων συναλλαγών, με
τη Βρετανία στην καρδιά
του, βοήθησε να
περιοριστούν τα
προστατευτικά ένστικτα
της Γαλλίας. Μια ισχυρή
εσωτερική αγορά με όρια
στη βιομηχανική πολιτική
και ένα παγκόσμιο
εμπόριο σε μεγάλο βαθμό
με τους όρους του
Παγκόσμιου Οργανισμού
Εμπορίου, κράτησε όλα τα
μέρη σε γενικές γραμμές
ικανοποιημένα. Τώρα που
η Βρετανία αποχώρησε, η
ισορροπία έχει
μετατοπιστεί υπέρ
εκείνων που θέλουν να
χρησιμοποιήσουν τους
δασμούς και τις
επιδοτήσεις για
πολιτικούς σκοπούς. Ο
ΠΟΕ έχει μείνει με
ελάχιστους φίλους εκτός
Ευρώπης και έχει χάσει
μερικούς και εντός του
μπλοκ.
Στη
συζήτηση σχετικά με το
μέλλον της βιομηχανικής
πολιτικής και τον
καλύτερο τρόπο
αντίδρασης στις
προκλήσεις του κ. Trump
οι μεγάλες χώρες έχουν
πολύ διαφορετικά
κίνητρα. Η Γερμανία και
οι Κάτω Χώρες
πραγματοποιούν πολλές
εμπορικές συναλλαγές
πέραν των συνόρων της ΕΕ
(βλ. πίνακα). Η πρώτη
συνεχίζει να απορρίπτει
τους δασμούς στα
ηλεκτρικά οχήματα
κινεζικής κατασκευής υπό
τον φόβο αντιποίνων κατά
των
αυτοκινητοβιομηχανιών
της, ενώ η δεύτερη
δέχτηκε ισχυρές πιέσεις
από την Αμερική για να
περιορίσει τις εξαγωγές
εξοπλισμού κατασκευής
τσιπ στην Κίνα.
Αντίθετα, η Γαλλία, η
Ισπανία και η Πολωνία
είναι πολύ λιγότερο
εκτεθειμένες στο διεθνές
εμπόριο και, κατά
συνέπεια, πιο πρόθυμες
να θυσιάσουν τα οφέλη
του εμπορίου. Παρ’ όλο
που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
έχει συνάψει εμπορική
συμφωνία με τη Mercosur,
μια ομάδα της Νότιας
Αμερικής, δεν την έχει
επικυρώσει ακόμη, καθώς
μπλοκάρεται από τη
Γαλλία και την Πολωνία.
Αυτές οι χώρες είναι
επίσης πολύ πιο πιθανό
να υποστηρίξουν την
ευρωπαϊκή παραγωγή
«στρατηγικών αγαθών» και
τις ρήτρες «αγοράστε
ευρωπαϊκά».
Με μια
πρώτη ματιά, η ήπειρος
εμφανίζεται ενιαία στην
άμυνα. Μετά την εισβολή
της Ρωσίας στην Ουκρανία
και την επανεκλογή του
κ. Trump, ελάχιστες
τρέφουν αυταπάτες
σχετικά με τις
στρατιωτικές δαπάνες. Το
2023 οι χώρες της ΕΕ
δαπανούσαν το 1,6% του
ΑΕΠ για την άμυνα -«όχι
πολύ περισσότερο από το
όριο του 1% περίπου που
έθεσαν οι σύμμαχοι στη
Γερμανία μετά τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο για να
αποτρέψουν τη χώρα να
είναι σε θέση να
υπερασπιστεί τον εαυτό
της», σημειώνει ο Moritz
Schularick του
Ινστιτούτου του Κιέλου,
ενός ερευνητικού φορέα.
Τώρα όλοι συμφωνούν ότι
οι δαπάνες θα πρέπει να
αυξηθούν πέρα από το 2%
ή ακόμη και το 3% του
ΑΕΠ. Πρόκειται για μια
σημαντική αύξηση για μια
ήπειρο που έχει
συνηθίσει να αναθέτει
την ασφάλειά της στην
Αμερική.
Ωστόσο,
ακόμα και εδώ υπάρχουν
διαφορές: δεν ανησυχούν
όλες οι χώρες εξίσου για
τη Ρωσία. Σε γενικές
γραμμές, όσο πιο κοντά
στη Μόσχα βρίσκεται η
πρωτεύουσα μιας χώρας,
τόσο υψηλότερη είναι
τόσο η στρατιωτική της
βοήθεια προς την
Ουκρανία, αλλά και οι
αμυντικές της δαπάνες
(βλ. διάγραμμα). Αυτές
οι διαφορές θα
αποτελέσουν πηγή
έντασης. Ο κ. Trump έχει
καταστήσει σαφές ότι,
εάν επιθυμούν να
συνεχίσουν να
επωφελούνται από την
αμερικανική προστασία,
τα μέλη του ΝΑΤΟ θα
πρέπει να αυξήσουν τις
δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.
Από 8 δισ. ευρώ που
είναι σήμερα, ο
προϋπολογισμός της ΕΕ
μπορεί να χρειαστεί ένα
μεγάλο κονδύλι 100 δισ.
ευρώ (103 δισ. δολάρια)
για τις κοινές δαπάνες
για την άμυνα,
υποστήριξε ο Andrius
Kubilius, ο πρώτος
επίτροπος άμυνας της ΕΕ.
Μια αύξηση αυτού του
μεγέθους θα συνεπαγόταν
περικοπές σε άλλες
δαπάνες του μπλοκ ή
μεγαλύτερες συνεισφορές
απ’ όλα τα μέλη.
Η
ασφάλεια θα περιπλέξει
και άλλα θέματα. Οι
χώρες με ιδιαίτερα
ισχυρό συμφέρον να
διατηρήσουν την
αμερικανική στρατιωτική
υποστήριξη, όπως οι
χώρες της Βαλτικής,
ενδέχεται να απορρίψουν
τους δασμούς αντιποίνων
κατά του κ. Trump.
Μπορεί επίσης να
συνταχθούν με την
Αμερική σε μέτρα κατά
της Κίνας, όπως έκαναν
πέρυσι, όταν ψήφισαν
υπέρ των δασμών της ΕΕ
στα κινεζικά ηλεκτρικά
οχήματα. Ακόμα και οι
σκανδιναβικές χώρες του
ελευθέρου εμπορίου, είτε
υποστήριξαν τα μέτρα
(στην περίπτωση της
Δανίας), είτε απείχαν
(Φινλανδία και Σουηδία).
Η
χρηματοδότηση είναι ένα
άλλο πρόβλημα. Ακόμα και
πριν οι ένοπλες δυνάμεις
λάβουν τα επιπλέον
χρήματά τους, το δημόσιο
χρέος στη Γαλλία, την
Ιταλία και την Ισπανία
υπερβαίνει το 100% του
ΑΕΠ. Πέρυσι η Γαλλία
είχε έλλειμμα άνω του 6%
του ΑΕΠ και στοχεύει
απλώς να το μειώσει στο
5% το 2025 περίπου.
Υπολογίσαμε πόσο θα
πρέπει να μειώσουν οι
χώρες το πρωτογενές
έλλειμμά τους -δηλαδή τα
ελλείμματα πριν από τις
πληρωμές τόκων- για να
διατηρήσουν τα ποσοστά
χρέους τους στα σημερινά
επίπεδα (βλ. πίνακα).
Όπως είναι φυσικό, η
Γαλλία ξεχωρίζει,
απαιτώντας περικοπές
δαπανών ή αυξήσεις φόρων
της τάξεως του 4% του
ΑΕΠ. Η Πολωνία και η
Ιταλία θα χρειαστούν
επίσης σκληρά μέτρα.
Τον
Απρίλιο η ΕΕ άλλαξε τους
δημοσιονομικούς της
κανόνες. Απαιτεί πλέον
από κάθε χώρα να
καταρτίσει σχέδια για
έναν πιο ισοσκελισμένο
προϋπολογισμό, είτε μέσω
χαμηλότερων δαπανών είτε
μέσω υψηλότερων φόρων. Η
ΕΚΤ, η οποία είναι
τελικά το στήριγμα για
όλο το δημόσιο χρέος της
ευρωζώνης, έχει
επισημάνει ότι η
συμμόρφωση με τους
κανόνες αυτούς είναι
υποχρεωτική για κάθε
χώρα που ελπίζει στη
στήριξή της. Σύμφωνα με
το Bruegel, ένα κέντρο
μελετών, η Γαλλία, η
Ιταλία και η Ισπανία θα
πρέπει να προσαρμόζονται
κατά περίπου 0,5% του
ΑΕΠ ετησίως. Τα
επιχειρήματα βρίσκονται
υπό διαμόρφωση.
Μια
οικονομική ύφεση θα
έκανε τα επιχειρήματα
εντονότερα. Η ΕΚΤ
εξακολουθεί να παλεύει
με τον πληθωρισμό -με
τις τιμές των υπηρεσιών
να αποτελούν ιδιαίτερο
πρόβλημα, στο 4% πάνω
από έναν χρόνο πριν- και
ως εκ τούτου είναι
απρόθυμη να μειώσει
απότομα τα επιτόκια. Οι
αποταμιεύσεις των
νοικοκυριών της
ευρωζώνης έχουν αυξηθεί
στο 16% του διαθέσιμου
εισοδήματος, από 13%
πριν από την πανδημία
της Covid 19, πλήττοντας
την κατανάλωση. Οι
επιχειρήσεις
προετοιμάζονται για τον
αντίκτυπο του κ. Trump,
εν μέσω του ήδη έντονου
ανταγωνισμού από την
Κίνα. Η ευρωζώνη μπορεί
σύντομα να επιστρέψει σε
μια γνώριμη συζήτηση:
πρέπει να
χρησιμοποιούνται οι
δαπάνες που οδηγούν σε
ελλείματα για να
στηριχθεί μια οικονομία;
Κατά τη
διάρκεια της κρίσης του
ευρώ, η ΕΕ ξεπέρασε τα
προβλήματα μέσω της
βαθύτερης ολοκλήρωσης.
Αδιανόητες πολιτικές,
όπως η στήριξη της ΕΚΤ
στο δημόσιο χρέος και η
ανάληψη κοινού χρέους
από τις χώρες της ΕΕ,
έγιναν πραγματικότητα.
«Το καλό είναι ότι η
ομάδα της ΕΕ είναι η
καλύτερη που έχει
υπάρξει εδώ και
δεκαετίες», λέει ο
Mujtaba Rahman της
εταιρείας συμβούλων
Eurasia Group. Η Ursula
von der Leyen, πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, η Kaja
Kallas, επικεφαλής της
Επιτροπής για την
εξωτερική πολιτική, και
ο António Costa,
επικεφαλής του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,
είναι όλοι επιδέξιοι και
φιλόδοξοι πολιτικοί. Θα
υποστηριχθούν άριστα από
τον Mark Rutte, τον νέο
γενικό γραμματέα του
ΝΑΤΟ.
Ωστόσο,
η πολιτική της Ευρώπης
οδηγείται στα άκρα. Η
Γερμανία θα αναλωθεί σε
εκλογές μέχρι τα τέλη
Φεβρουαρίου, με πιθανό
αποτέλεσμα έναν ακόμη
περιορισμένο κεντρώο
συνασπισμό. Στη Γαλλία,
ο Emmanuel Macron
αγωνίζεται να σχηματίσει
μια σταθερή κυβέρνηση. Η
κυβέρνηση μειοψηφίας της
Ισπανίας δεν μπορεί να
περάσει προϋπολογισμό.
Σύμφωνα με την Verisk
Maplecroft, μια άλλη
εταιρεία συμβούλων, σε
μια ασυνήθιστη
αντιστροφή, η Ιταλία
είναι η πιο σταθερή
μεγάλη χώρα του μπλοκ,
(βλ. χάρτη). Συν τοις
άλλοις, πολλά από τα
προβλήματα της ΕΕ
αγγίζουν θέματα που
βρίσκονται στην καρδιά
της εθνικής πολιτικής:
την ασφάλεια, το ρόλο
του κράτους και τη
φορολογία. Τα
μεγαλεπήβολα σχέδια του
κ. Draghi μοιάζουν όλο
και περισσότερο με
ευχολόγιο για έναν άλλο
κόσμο. Για την Ευρώπη,
το τρέχον το έτος θα
είναι ένα έτος
διαχείρισης κρίσεων.
Πηγή:
The Economist
|