|
Παρότι
διαθέτει κολοσσιαία
αποθέματα, η Βενεζουέλα
παρήγαγε μόλις 742.000
βαρέλια ημερησίως το
2023. Κυρώσεις,
εγκαταλελειμμένες
υποδομές και η αποχώρηση
διεθνών εταιρειών –που
ξεκίνησε επί Τσάβες και
εντάθηκε με τον Μαδούρο–
βύθισαν την παραγωγή σε
ιστορικά χαμηλά. Ωστόσο,
για τις ΗΠΑ ο τύπος
αργού της Βενεζουέλας
–βαρύ και όξινο
πετρέλαιο– έχει
ιδιαίτερη βαρύτητα,
καθώς περίπου το 70% της
αμερικανικής διυλιστικής
δυναμικότητας έχει
κατασκευαστεί για τέτοια
ποιότητα. Η έλλειψή του
δημιουργεί ανισορροπίες:
τα διυλιστήρια
χρησιμοποιούν ελαφρύ
σχιστολιθικό αργό,
παράγοντας υπερβολικές
ποσότητες βενζίνης, ενώ
η παραγωγή ντίζελ –που
έχει σταθερή παγκόσμια
ζήτηση– μειώνεται. Ο
αναλυτής Τομ Κλόζα
σημειώνει στο
MarketWatch ότι τα
αμερικανικά διυλιστήρια
«θα επιθυμούσαν έντονα
να επεξεργάζονται ξανά
βενεζουελανό αργό»,
καθώς αυξάνει σημαντικά
την παραγωγή ντίζελ,
προϊόν σε διεθνή
στενότητα λόγω και των
κυρώσεων στη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ
έχουν ενισχύσει τη
στρατιωτική τους
παρουσία στην περιοχή,
ενώ –σύμφωνα με τη Wall
Street Journal– ο Τραμπ
διεμήνυσε στον Μαδούρο
ότι δεν αποκλείεται η
χρήση βίας εάν δεν
αποχωρήσει οικειοθελώς.
Ταυτόχρονα, νομικοί
αναλυτές αμφισβητούν τη
νομιμότητα των
αμερικανικών επιθέσεων
σε πλοιάρια υπό τον
μανδύα της καταπολέμησης
της διακίνησης
ναρκωτικών. Εάν ο
Μαδούρο, ο οποίος
επανεξελέγη πέρυσι σε
μια διαδικασία που
απορρίφθηκε διεθνώς,
παραιτούνταν, το διεθνές
ενεργειακό σκηνικό θα
άλλαζε σημαντικά. Ο
Κλόζα εκτιμά ότι μια
αλλαγή εξουσίας θα
άνοιγε τον δρόμο για
επενδύσεις που θα
επανέφεραν σταδιακά την
παραγωγή βαρέος αργού,
ενός τύπου που λείπει
από τις διεθνείς αγορές,
αν και η πλήρης ανάκαμψη
δεν θα ήταν εφικτή πριν
από το τέλος της
δεκαετίας.
Οι ΗΠΑ
εξαρτώνται σε μεγάλο
βαθμό από το βαρύ αργό,
και η Βενεζουέλα –μαζί
με τον Καναδά και τη
Ρωσία– αποτελεί βασικό
προμηθευτή. Με τις
κυρώσεις στη ρωσική
ενέργεια να περιορίζουν
την προσφορά, η
Ουάσιγκτον αναζητά
εναλλακτικές πηγές. Ο
Πάτρικ Ντε Χάαν της
GasBuddy θεωρεί ότι η
επαναφορά της
βενεζουελανής παραγωγής
θα μπορούσε να
εξισορροπήσει τον
γεωπολιτικό κίνδυνο που
απορρέει από τον πόλεμο
στην Ουκρανία και τη
μειωμένη ροή ρωσικού
αργού.
Η
αντιπαράθεση
ΗΠΑ–Βενεζουέλας
διαφοροποιείται από
άλλες πετρελαϊκές
κρίσεις επειδή η
Βενεζουέλα δεν αποτελεί
σήμερα μεγάλο παραγωγό.
Όπως παρατηρεί η
Μπάμπιν, μια πολιτική
αλλαγή θα μπορούσε να
αυξήσει –αντί να
μειώσει– την παγκόσμια
προσφορά. Ωστόσο, η
αποκατάσταση της
παραγωγικής ικανότητας
απαιτεί τουλάχιστον
πέντε χρόνια και
τεράστιες επενδύσεις.
Παρά τη
γεωπολιτική ένταση, οι
διεθνείς τιμές
πετρελαίου πιέζονται από
την αναμενόμενη
υπερπροσφορά. Το WTI
έχει υποχωρήσει σχεδόν
18% από την αρχή του
έτους, ενώ το Brent
καταγράφει πτώση περίπου
16%. Η ΙΕΑ προβλέπει
πλεόνασμα 4 εκατ.
βαρελιών ημερησίως το
2026. Όπως επισημαίνει ο
Κλόζα, «η αγορά έχει ήδη
κατανοήσει ότι η
προσφορά σχεδόν βέβαια
θα ξεπεράσει τη ζήτηση
τους επόμενους μήνες».
Έτσι, ακόμη και μια
στρατιωτική κλιμάκωση
στη Βενεζουέλα δεν
αναμένεται να οδηγήσει
σε κατάσταση πανικού.
Συνολικά, παρά την
επίσημη
επιχειρηματολογία των
ΗΠΑ, το πετρέλαιο
βρίσκεται στον πυρήνα
της νέας κρίσης με τη
Βενεζουέλα. Το τεράστιο
μέγεθος των αποθεμάτων
της χώρας, η δομή των
αμερικανικών
διυλιστηρίων και οι
ευρύτερες διεθνείς
ενεργειακές ισορροπίες
συνθέτουν μια περίπλοκη
γεωπολιτική αναμέτρηση.
Το βέβαιο είναι ότι μια
ενδεχόμενη πολιτική
μεταβολή στο Καράκας δεν
θα είχε άμεσα
αποτελέσματα, αλλά θα
μπορούσε να επηρεάσει
βαθιά την παγκόσμια
αγορά πετρελαίου τα
επόμενα χρόνια.
|