|
Η
πρόεδρος της Κομισιόν,
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν,
μιλώντας πρόσφατα,
υπογράμμισε ότι
«χαράσσεται τώρα μια νέα
παγκόσμια ισορροπία
βασισμένη στην ισχύ»,
τονίζοντας ότι οι
αλλαγές που απαιτούνται
για να ανακτήσει η
Ευρώπη επιρροή θα είναι
δύσκολες και χρονοβόρες.
Κυρίαρχη
ανησυχία στις Βρυξέλλες
είναι ότι, λόγω της
πολυπλοκότητας των
διαδικασιών και της
ανάγκης ομοφωνίας στα 27
κράτη-μέλη, η Ε.Ε. θα
βρεθεί στη χαμηλότερη
βαθμίδα της νέας
γεωπολιτικής ιεραρχίας.
Έτσι, εξετάζονται
σενάρια όπου μικρότερες
ομάδες χωρών θα
κινούνται ταχύτερα σε
θέματα άμυνας και
οικονομικής ενίσχυσης,
ώστε να καλυφθούν τα
κενά του συνολικού
ευρωπαϊκού μηχανισμού.
Η
Γερμανία, παραδοσιακός
κινητήριος μοχλός της
ευρωπαϊκής οικονομίας,
είδε τους βασικούς
άξονες του οικονομικού
της μοντέλου να
κλονίζονται: την
εξάρτησή της από φθηνό
ρωσικό αέριο, την
πανίσχυρη εξαγωγική της
μηχανή προς ΗΠΑ και Κίνα
και την αμερικανική
ασπίδα ασφαλείας. Ως
αποτέλεσμα, το Βερολίνο
εγκατέλειψε προσωρινά το
«φρένο χρέους» για να
χρηματοδοτήσει με
περίπου 500 δισ. ευρώ
ένα δεκαετές πρόγραμμα
στρατιωτικής
αναβάθμισης.
Ο
συνδυασμός ενός
επανεξοπλισμένου
γερμανικού στρατού, της
ταχείας ενίσχυσης της
Πολωνίας και των
σκανδιναβικών και
βαλτικών χωρών, καθώς
και η πυρηνική
αποτρεπτική ισχύς του
Ηνωμένου Βασιλείου και
της Γαλλίας, θα μπορούσε
—όπως δήλωσε στη
Wall Street Journal
ο Nico Lange— να
αποτελέσει μια ισχυρή
δυτική ασπίδα απέναντι
στη ρωσική
επιθετικότητα.
Δυσκολίες και θεσμικές
αγκυλώσεις
Παρά τις
προθέσεις, τα εμπόδια
παραμένουν μεγάλα. Τα
υπουργεία Άμυνας των
κρατών-μελών δεν είναι
διατεθειμένα να
παραχωρήσουν εύκολα τον
έλεγχο των εξοπλιστικών
τους προγραμμάτων, ενώ
οι αμυντικές βιομηχανίες
δυσκολεύονται να
εγκαταλείψουν τον
ανταγωνισμό για χάρη
μιας κοινής παραγωγικής
στρατηγικής. Επιπλέον, η
απαίτηση ομοφωνίας έχει
επανειλημμένα
καθυστερήσει κρίσιμες
αποφάσεις.
Τα
γεγονότα των τελευταίων
μηνών ενέτειναν το
αίσθημα αδυναμίας:
Η Ε.Ε.
υπέγραψε εμπορική
συμφωνία με τις ΗΠΑ που
επέβαλε μονομερείς
δασμούς 15% στις
ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Ο Donald
Trump αγνόησε τα
ευρωπαϊκά αιτήματα για
αυστηρότερη στάση
απέναντι στη Μόσχα και
μάλιστα υποδέχθηκε τον
Vladimir Putin με τιμές
στην Αλάσκα.
Στη
συνέχεια, παρέκαμψε την
Ευρώπη και στο σχέδιο
εκεχειρίας για την
Ουκρανία.
Ταυτόχρονα, η
αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας
έθεσε σε κίνδυνο την
πρόσβαση της Δύσης σε
κρίσιμες πρώτες ύλες,
όπως οι σπάνιες γαίες,
που είναι απαραίτητες
για την πράσινη ανάπτυξη
και την αμυντική
βιομηχανία. Η προσωρινή
συμφωνία Trump–Xi έδειξε
στους Ευρωπαίους ότι οι
καθοριστικές αποφάσεις
για το μέλλον τους
λαμβάνονται αλλού.
Παγιδευμένη ανάμεσα σε
Ουάσιγκτον και Πεκίνο
Η στάση
των ΗΠΑ απέναντι στην
Ευρώπη έχει σκληρύνει. Ο
Trump απαιτεί μεγαλύτερη
χρηματοδοτική συμμετοχή
των Ευρωπαίων τόσο στη
δική τους άμυνα όσο και
στην υποστήριξη της
Ουκρανίας. Η Ε.Ε., που
έχει θέσει στόχο
επανεξοπλισμού μέχρι το
2030, αναμένεται φέτος
να δαπανήσει πάνω από
560 δισ. δολάρια σε
αμυντικούς
προϋπολογισμούς — ποσό
διπλάσιο από αυτό πριν
από δέκα χρόνια.
Στο
εμπόριο, η Ευρώπη
πίστευε ότι η ισχύς της
ενιαίας αγοράς της θα
λειτουργούσε ως ισχυρό
διαπραγματευτικό όπλο.
Όμως οι διαβουλεύσεις με
την Ουάσιγκτον τον
Ιούλιο κατέδειξαν ότι οι
ΗΠΑ μπορούν να συνδέσουν
ζητήματα ασφάλειας με
οικονομικές απαιτήσεις,
μετατρέποντας τις
εμπορικές συζητήσεις σε
πολιτική πίεση.
Παράλληλα, η προσπάθεια
της Ευρώπης να αποφύγει
μετωπική σύγκρουση με το
Πεκίνο έχει ουσιαστικά
αποτύχει. Η Κίνα
συνεχίζει να πλημμυρίζει
την ευρωπαϊκή αγορά με
προϊόντα χαμηλού
κόστους, ενώ η
τεχνολογική υπεροχή της
απειλεί κρίσιμους
ευρωπαϊκούς κλάδους όπως
η ηλεκτροκίνηση,
οδηγώντας σε απώλεια
χιλιάδων θέσεων
εργασίας, ιδίως στη
Γερμανία.
Σε αυτό
το πλαίσιο, ο
καγκελάριος Friedrich
Merz προειδοποίησε ότι
τα επόμενα χρόνια θα
δείξουν αν η Ευρώπη θα
παραμείνει ανεξάρτητη
οικονομικά ή αν θα
εξελιχθεί σε εξάρτημα
των μεγάλων δυνάμεων σε
Ασία ή Αμερική.
|