|
Η
ελληνική αγορά ακινήτων
βρίσκεται σήμερα σε μια
από τις πιο έντονες
ανοδικές φάσεις της, με
τις τιμές να αυξάνονται
με ταχείς ρυθμούς.
Σύμφωνα με την Τράπεζα
της Ελλάδος, οι αξίες
των κατοικιών έχουν
σχεδόν διπλασιαστεί από
το 2017, καταγράφοντας
άνοδο 82,5%.
Κύριοι
παράγοντες αυτής της
ανόδου είναι η ισχυρή
εγχώρια ζήτηση, η οποία
δεν συμβαδίζει με την
περιορισμένη προσφορά,
καθώς και το έντονο
ενδιαφέρον πολιτών άλλων
χωρών για αγορά
κατοικίας στην Ελλάδα. Η
αυξημένη τουριστική
δραστηριότητα της χώρας,
που οδεύει φέτος προς
νέο ιστορικό υψηλό,
ενισχύει περαιτέρω τη
ζήτηση τόσο για
ξενοδοχειακές επενδύσεις
όσο και για ακίνητα
βραχυχρόνιας μίσθωσης.
«Η
αύξηση των τιμών δεν
είναι αποτέλεσμα
κερδοσκοπίας· προκύπτει
από την πραγματική
έλλειψη διαθέσιμων
κατοικιών» ανέφερε η
Γιώτα Ανδρέου,
υπογραμμίζοντας ότι η
αγορά στερείται όχι μόνο
επαρκούς αριθμού
ακινήτων, αλλά και
ποιοτικής προσφοράς.
Η
οικονομική κρίση της
προηγούμενης δεκαετίας
πάγωσε τόσο την ανέγερση
νέων κατοικιών όσο και
τις ανακαινίσεις, με
συνέπεια μεγάλο μέρος
του οικιστικού
αποθέματος να είναι
πλέον ακατάλληλο και
αναξιοποίητο, καθώς
πολλοί ιδιοκτήτες δεν
διέθεταν τα απαραίτητα
κεφάλαια για να
προχωρήσουν σε
εκσυγχρονισμό.
Σήμερα,
πάνω από το 55% των
κατοικιών έχει
κατασκευαστεί πριν από
το 1980, ενώ μόνο 1 στα
10 ακίνητα προς πώληση
είναι ανακαινισμένο
(εξαιρουμένων όσων έχουν
ανεγερθεί μετά το 2020).
Αυτό αντιστοιχεί σε
περίπου 10.500
ανακαινισμένα ακίνητα
έναντι 89.500 μη
ανακαινισμένων.
Παράλληλα, η ιδιωτική
οικοδομική δραστηριότητα
σημείωσε νέα κάμψη στο
πρώτο εξάμηνο του 2025
συγκριτικά με το
αντίστοιχο διάστημα του
2024, εν μέρει λόγω της
απόφασης του Συμβουλίου
της Επικρατείας να
αναμορφώσει τον Νέο
Οικοδομικό Κανονισμό,
ακυρώνοντας πολλές
οικοδομικές άδειες που
κρίθηκαν
αντισυνταγματικές.
Συνολικά, οι εκδοθείσες
άδειες το πρώτο εξάμηνο
του 2025 μειώθηκαν κατά
14% έναντι του 2024,
παρουσιάζοντας παράλληλα
μείωση 24,1% σε
επιφάνεια και 17,7% σε
όγκο, επιβραδύνοντας
περαιτέρω την
αποκατάσταση της
προσφοράς.
Το
αποτέλεσμα είναι ένα
σταθερό, δομικό έλλειμμα
προσφοράς, με μεγάλο
μέρος του διαθέσιμου
στοκ να μην πληροί
ενεργειακά ή λειτουργικά
κριτήρια και να μην
ανταποκρίνεται στις
σύγχρονες στεγαστικές
ανάγκες.
Την ίδια
στιγμή, η οικοδομική
δραστηριότητα παραμένει
υποτονική, λόγω του
υψηλού κόστους των
υλικών, των πολεοδομικών
ασαφειών και των
χρονοβόρων διαδικασιών
αδειοδότησης, παράγοντες
που αυξάνουν περαιτέρω
τις τελικές τιμές των
κατοικιών.
Για
όλους αυτούς τους λόγους
καθίσταται αναγκαία η
συντονισμένη συνεργασία
όλων των εμπλεκόμενων
φορέων στο οικοσύστημα,
ώστε να διασφαλιστεί η
υγεία της στεγαστικής
πίστης τόσο για τους
δανειολήπτες και τις
τράπεζες όσο και για τη
συνολική ελληνική
οικονομία.
|