Οι
ανησυχίες για τα
ανεβασμένα επιτόκια
δανεισμού και την
διεύρυνση του
ελλείμματος έχουν
καθυστερήσει τις
προσπάθειες των
Ρεπουμπλικανών να
νομοθετήσουν την ατζέντα
του Trump. Η επικείμενη
επιστροφή του ορίου
χρέους ελλοχεύει το
ενδεχόμενο μίας
χρεοκοπίας, που θα
μπορούσε να ανατρέψει
τις παγκόσμιες
χρηματοπιστωτικές
αγορές, με αποτέλεσμα
επενδυτές και οίκοι
αξιολόγησης να
παρακολουθούν στενά τις
δημοσιονομικές
προοπτικές.
Κάθε
πρόεδρος εδώ και μία
γενιά έχει έρθει
αντιμέτωπος με δεινές
δημοσιονομικές
προβλέψεις
αναλαμβάνοντας την
εξουσία. Το κόστος της
ιατροφαρμακευτικής
περίθαλψης και του
συνταξιοδοτικού
αναμένεται εδώ και καιρό
να εκτοξευθούν, καθώς ο
αριθμός όσων
συνταξιοδοτούνται
ξεπερνά τον αριθμό όσων
ξεκινούν να δουλεύουν.
Ωστόσο,
η κατάσταση πήρε
πρόσφατα μια ανησυχητική
τροπή. Η ετήσια διαφορά
μεταξύ κυβερνητικών
δαπανών και εσόδων
ξεπέρασε το 1,9 τρισ.
δολάρια, πάνω από το
6,6% του ΑΕΠ. Είναι
τεράστιο ποσό για μια
χώρα που ούτε βρίσκεται
σε πόλεμο ούτε στο
χείλος μιας ύφεσης.
Επίσης, ξεπερνά
σημαντικά τον μέσο όρο
των τελευταίων 50 ετών
στο 3,8%.
Οι
επενδυτές είναι οι
απόλυτοι κριτές της
δημοσιονομικής υγείας
της Ουάσιγκτον. Επί
δεκαετίες, ακόμα κι όσο
διευρύνονται τα
ελλείμματα, τα επιτόκια
δανεισμού ήταν χαμηλά
και οι δανειστές
αγόραζαν με χαρά κρατικά
ομόλογα. Ωστόσο, τα
τελευταία χρόνια, οι
επενδυτές έχουν γίνει
πιο ευαίσθητοι
αγοράζοντας νέα ομόλογα,
καθώς μπορεί να χάσουν
την αξία τους όσο τα
επιτόκια ανεβαίνουν.
Αυτό
έχει αυξήσει το
ενδεχόμενο η Wall Street
και οι παγκόσμιοι
επενδυτές να ξεκινήσουν
να απαιτούν ακόμα
υψηλότερες αποδόσεις για
τα ομόλογα που η
κυβέρνηση οφείλει να
εκδώσει προκειμένου να
χρηματοδοτήσει το
έλλειμμα. Και δεδομένου
ότι το αμερικανικό χρέος
είναι σημείο αναφοράς
για άλλα δάνεια στην
οικονομία, μια τέτοιου
είδους μεταβολή μπορεί
να ανεβάσει το κόστος
για του Αμερικανούς που
δανείζονται για να
αγοράσουν αυτοκίνητα ή
σπίτια.
Η νίκη
του Trump ενέτεινε
αυτούς τους
προβληματισμούς. Οι
αποδόσεις των ομολόγων
ανέβηκαν, καθώς οι
επενδυτές άρχισαν να
ετοιμάζονται για την
ανάληψη νέου χρέους,
ώστε να καλυφθεί το
κόστος -περίπου 5 τρισ.
δολαρίων- της επέκτασης
των φοροαπαλλαγών.
Τώρα, οι
επιπλέον δαπάνες για
φοροαπαλλαγές ή
προγράμματα επενδύσεων
μπορεί να ταρακουνήσουν
την αγορά και να
οδηγήσουν σε μαζικές
ρευστοποιήσεις. Για να
αποφευχθεί αυτό οι
Ρεπουμπλικανοί ψάχνουν
τρόπους να μειώσουν το
κόστος των ρυθμίσεων,
όμως μέχρι στιγμής οι
προσπάθειες αυτές
κινούνται αργά. Σε
έγγραφο 50 σελίδων από
την αρμόδια επιτροπή της
Βουλής των Αντιπροσώπων
για μείωση των δαπανών
και αύξηση των εσόδων
αποτυπώνονται πολλές
εναλλακτικές, εκ των
οποίων κάποιες όμως
είναι πιθανό να δεχθούν
αντιδράσεις από το ίδιο
το κόμμα.
Η
επιτροπή για παράδειγμα
περιλαμβάνει στο έγγραφο
και τις εκτιμήσεις για
έσοδα 1,9 τρισ. δολαρίων
από μια αύξηση των
δασμών στο 10%. Ετσι, οι
Ρεπουμπλικανοί μπορούν
να αντισταθμίσουν τα
έσοδα αυτά με το κόστος
παράτασης των
φοροαπαλλαγών. Ωστόσο,
πολλοί βουλευτές δεν
θέλουν να βασίζονται
στους δασμούς για να
πληρώνουν τους
λογαριασμούς του
κράτους, παρότι ο Trump
το έκανε στην
προηγούμενη θητεία του.
Πηγή: New York Times
|