Σε πρώτη
φάση ήταν το πάγωμα της
οικονομικής
δραστηριότητας λόγω της
πανδημίας, εν συνεχεία η
άνοδος του πληθωρισμού
που ανέκοψε τους ρυθμούς
ανάπτυξης και τέλος η
υπέρμετρη αύξηση του
κόστους δανεισμού που
άσκησε μεγάλη πίεση σε
νοικοκυριά και
επιχειρήσεις.
Όπως
γράφει ο Άγης Μάρκου
στον Οικονομικό
Ταχυδρόμο, pαρ΄ όλα
αυτά, σε όλο αυτό το
διάστημα, από τις αρχές
του 2020 έως και σήμερα,
οι συστημικοί όμιλοι όχι
μόνο δεν είδαν τους
δείκτες μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων να
αυξάνονται, αλλά πέτυχαν
σημαντική μείωση του
πιστωτικού κινδύνου.
Αναμφίβολα, το
μεγαλύτερο μέρος της
αποκλιμάκωσής του ήταν
αποτελέσματα μη
οργανικών κινήσεων, ήτοι
πωλήσεων και
τιτλοποιήσεων δανείων.
Κόκκινα
δάνεια και το δύσκολο
περιβάλλον
Ωστόσο,
πολύ σημαντικό είναι το
γεγονός ότι κόντρα στην
αυστηροποίηση της
νομισματικής πολιτικής
στη ζώνη του ευρώ από το
καλοκαίρι του 2022 έως
και το Σεπτέμβριο του
2023, οι καθαρές ροές
νέων μη εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων διατηρήθηκαν
σε απολύτως ελεγχόμενα
επίπεδα, διαψεύδοντας
τις αρχικές δυσοίωνες
εκτιμήσεις αρκετών
αναλυτών.
Κι αυτό
παρά το γεγονός ότι:
Το μέσο
επιτόκιο στα υφιστάμενα
δανειακά υπόλοιπα των
νοικοκυριών σχεδόν
διπλασιάστηκε, από το
3,88% τον Ιούνιο στο
6,2% τον Απρίλιο του
2024
Το μέσο
επιτόκιο στο υφιστάμενα
υπόλοιπα των μη
χρηματοπιστωτικών
επιχειρήσεων αυξήθηκε
την ίδια περίοδο από το
3,13% στο 6,26%
Το
πραγματικό διαθέσιμο
εισόδημα των νοικοκυριών
μειώθηκε λόγω του υψηλού
πληθωρισμού, ενώ το
λειτουργικό κόστος των
επιχειρήσεων αυξήθηκε
λόγω της ανόδου του
ενεργειακού κόστους
Παρά τις
επιβαρύνσεις αυτές δεν
δημιουργήθηκε νέα γενιά
επισφαλειών, ικανή να
ανατρέψει την πορεία
σύγκλισης με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι
τέσσερις μεγάλοι του
κλάδου εμφανίζουν σήμερα
δείκτη καθυστερήσεων
στην περιοχή του 3%
έναντι 2,3% που είναι ο
μέσος όρος της ΕΕ.
Σε αυτό
συνέβαλαν φυσικά και οι
θετικοί ρυθμοί
πιστωτικής επέκτασης τα
τελευταία χρόνια.
Η
στρατηγική
Σύμφωνα
με αναλυτές που
παρακολουθούν τον κλάδο,
η ανθεκτικότητα των
δανειοληπτών στις
επιτοκιακές επιβαρύνσεις
συνέβαλε καθοριστικά
στην άμβλυνση των
επιπτώσεων.
Όπως
λένε, μετά το μεγάλο
κύκλο εξυγίανσης των
ισολογισμών των τραπεζών
που ολοκληρώθηκε το
2022, στα βιβλία τους
παρέμειναν κατά κύριο
λόγο δάνεια που είτε
είχαν δοθεί τα χρόνια
της κρίσης με ιδιαίτερα
αυστηρούς όρους είτε
είχαν αντέξει τη μεγάλη
ύφεση κατά τη διάρκεια
της μνημονιακής
περιόδου.
Οι
συγκεκριμένοι
δανειολήπτες λοιπόν
είχαν τη δυνατότητα να
ανταπεξέλθουν των
δυσκολιών, έχοντας ως
σύμμαχο προς αυτήν την
κατεύθυνση το θετικό
μακροοικονομικό
περιβάλλον, σε αντίθεση
με την περασμένη
δεκαετία.
Επιπλέον, με την
ενεργοποίηση του
προγράμματος προστασίας
των συνεπών δανειοληπτών
από τις τράπεζες στη
στεγαστική πίστη, μέσω
του οποίου ορίστηκε
πλαφόν στις μηνιαίες
δόσεις, η συντρηπτική
πλειονότητά τους
συνέχισε να τις
αποπληρώνει κανονικά.
Οι
τάσεις αυτές
αποτυπώνονται και στα
τελευταία στοιχεία που
έδωσε στη δημοσιότητα η
Τράπεζα της Ελλάδος για
την πορεία των μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων.
Σύμφωνα
με αυτά, κατά τη
διάρκεια του πρώτου
εξαμήνου του 2024 οι
ροές από εξυπηρετούμενα
δάνεια προς μη
εξυπηρετούμενα ανήλθαν
1,3 δισ. ευρώ.
Ωστόσο,
από αυτά, 1 δισ ευρώ
αφορά δάνεια με την
εγγύηση του ελληνικού
δημοσίου που
αναταξινομήθηκαν. Άρα,
οι νέες επισφάλειες
ουσιαστικά ανήλθαν σε
300 εκατ. ευρώ.
Την ίδια
περίοδο όμως
αποθεραπεύτηκαν δάνεια
ύψους 700 εκατ. ευρώ, τα
οποία έχουν ενταχθεί εκ
νέου στο πράσινο
χαρτοφυλάκιο των
τραπεζών.
Ως εκ
τούτου, κατά τη διάρκεια
του α΄ εξαμήνου της
εφετινής χρονιάς, παρ΄
ότι το κόστος χρήματος
διαμορφώθηκε σε υψηλό
15ετίας, οι τράπεζες
πέτυχαν με οργανικό
τρόπο να μειώσουν το
απόθεμα των κόκκινων
δανείων τους.
Οι
προοπτικές
Με αυτά
τα δεδομένα, οι
διοικήσεις των τραπεζών
εκτιμούν πως από εδώ και
στο εξής, θα επιταχυνθεί
το καθάρισμα των
ισολογισμών τους μέσω
επιτυχών ρυθμίσεων.
Από τη
μία πλευρά, η μείωση των
επιτοκίων που έχει ήδη
ξεκινήσει και από την
άλλη η βελτίωση του
διαθέσιμου εισοδήματος,
ως αποτέλεσμα της
μείωσης του πληθωρισμού
και της επιτάχυνσης της
ανάπτυξης, θα αμβλύνει
τις πιέσεις στη
χρηματοοικονομική
κατάσταση των
νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων.
Επίσης,
θα δοθεί η δυνατότητα
στις τράπεζες να
δουλέψουν με πιο
αποτελεσματικό τρόπο με
τα μη εξυπηρετούμενα
ανοίγματά τους, με στόχο
την προώθηση
συναινετικών συμφωνιών
αναδιάρθρωσης στα
κόκκινα δάνεια.
Σε αυτό
το πεδίο υπάρχουν
σημαντικά περιθώρια
βελτίωσης, μιας και το
72,1% των εντός
ισολογισμού για τα
κόκκινα δάνεια, σύμφωνα
με την Τράπεζα της
Ελλάδος, δεν έχει ακόμη
ρυθμιστεί.
Επιπλέον, κατά την
εγχώρια νομισματική
αρχή, τον Ιούνιο του
2024 το 25% των
προβληματικών χορηγήσεων
χαρακτηρίζονται ως
αβέβαιης είσπραξης,
δηλαδή εμφανίζουν
καθυστέρηση μικρότερη
των 90 ημερών.
Σε αυτά
λοιπόν καθίσταται πιο
εύκολη η εφαρμογή
βιώσιμων ρυθμίσεων,
επιδιώκοντας την επίλυση
του προβλήματος εν τη
γενέσει του.
|