Αν και
δεν υπάρχουν επίσημη
επιβεβαίωση των
διαπραγματεύσεων, οι
πληροφορίες και οι πηγές
από τον χώρο των
τραπεζών ενισχύουν τις
φήμες ότι βρίσκεται στα
τελικά στάδια μιας
μεγάλης συμφωνίας με την
CVC Capital Partners,
κάτοχο της Vivartia, για
την απόκτηση της
«Μπάρμπα Στάθης».
Η
«Μπάρμπα Στάθης», με τη
μακρά πορεία από το 1969
και την παρουσία της σε
22 χώρες, αποτελεί
την κορωνίδα του
χαρτοφυλακίου της
Vivartia στον τομέα
των κατεψυγμένων
τροφίμων. Με τζίρο που
ανήλθε σε 108
εκατομμύρια ευρώ το 2023
και δύο ισχυρές
παραγωγικές μονάδες, η
εταιρεία ενσαρκώνει το
πρότυπο της ελληνικής
βιομηχανίας τροφίμων. Η
πιθανή εξαγορά της, η
οποία εκτιμάται ότι θα
ξεπεράσει τα 170-200
εκατομμύρια ευρώ, θα
ενισχύσει την Ideal με
ένα δυναμικό brand,
προσθέτοντας αξία στο
αναπτυσσόμενο επενδυτικό
χαρτοφυλάκιό της. Για
την CVC, μια επικερδής
έξοδος από τη Vivartia
μέσω μιας πώλησης στην
Ideal συνιστά στρατηγική
κίνηση, εφόσον
εξασφαλίζει σημαντικές
υπεραξίες από την
επένδυσή της.
Η
στρατηγική της να
επικεντρωθεί σε κλάδους
χαμηλού ρίσκου και
ισχυρών προοπτικών
ανάπτυξης δικαιολογεί
πλήρως το ενδιαφέρον για
μια επιτυχημένη και
ευέλικτη εταιρεία όπως η
«Μπάρμπα Στάθης».
Ωστόσο,
αίνιγμα αποτελεί αν η
συμφωνία περιλαμβάνει
μόνο την «Μπάρμπα
Στάθης» ή και την «Χρυσή
Ζύμη», ένα επίσης
δημοφιλές brandτου
ομίλου Vivartia, γεγονός
που θα αυξήσει το εύρος
της επένδυσης. Καθώς η
αγορά περιμένει με
ενδιαφέρον ανακοινώσεις,
η αίσθηση που επικρατεί
είναι ότι όπου υπάρχει
καπνός υπάρχει και
φωτιά, ειδικά όταν δεν
υπάρχουν κατηγορηματικές
διαψεύσεις.
Η
«Μπάρμπα
Στάθης» διαθέτει 2
παραγωγικές μονάδες και
απασχολεί περισσότερους
από 600 εργαζόμενους, η
πλειονότητα των οποίων
εργάζεται στις κεντρικές
εγκαταστάσεις της
εταιρείας, στη
Θεσσαλονίκη. Με κύκλο
εργασιών 108,8 εκατ.
ευρώ το 2023 και
επενδύσεις 7,7 εκατ.
ευρώ για την ίδια
περίοδο, συνεργάζεται με
περισσότερους από 1.400
προμηθευτές και εξάγει
ετησίως περισσότερους
από 4.000 τόνους
προϊόντων σε 22 χώρες σε
όλον τον κόσμο. Τα
λαχανικά της εταιρείας
καλλιεργούνται από
εκατοντάδες Έλληνες
παραγωγούς σε 30.000
στρέμματα εύφορης
ελληνικής γης,
εφαρμόζοντας βιώσιμες
καλλιεργητικές
πρακτικές.