|
Η τάση
αυτή αποτυπώνει τη
στρατηγική των πιστωτών
μεγάλων επιχειρήσεων, οι
οποίοι εκμεταλλεύονται
τη διαπραγματευτική τους
ισχύ σε συνθήκες υψηλών
επιτοκίων. Οι όροι που
εξασφαλίζουν
περιλαμβάνουν τη μείωση
του χρέους έναντι
μετοχών, αλλά και τη
χορήγηση νέου,
ακριβότερου δανεισμού
μετά την αναδιάρθρωση.
Πολλοί επενδυτές
ρευστοποιούν πρόωρα τις
θέσεις τους, πουλώντας
τα δικαιώματα στα
μελλοντικά ομόλογα σε
υψηλές τιμές.
Ο
δικηγόρος Richard Tett
της Freshfields
σημειώνει πως, στις
αναδιαρθρώσεις, «οι
εταιρείες δεν βρίσκονται
σε ισχυρή θέση, κάτι που
επιτρέπει στους
δανειστές να πιέζουν για
ευνοϊκότερους όρους». Το
νέο χρέος εκδίδεται με
βάση την οικονομική
κατάσταση πριν την
αναδιάρθρωση, αλλά φέρει
προνομιακή εξασφάλιση,
κάτι που το καθιστά
ελκυστικό ακόμα και με
προμήθεια.
Ο
ιδρυτής της Ardagh, Paul
Coulson, θα παραχωρήσει
τον έλεγχο της εταιρείας
στους κατόχους ομολόγων,
ενώ οι μέτοχοι θα λάβουν
300 εκατ. δολάρια, εκ
των οποίων λίγο πάνω από
100 εκατ. δολάρια θα
καταλήξουν στον ίδιο. Τα
πιο ριψοκίνδυνα ομόλογα,
ύψους 1,7 δισ. δολαρίων,
θα διαγραφούν πλήρως με
αντάλλαγμα το 7,5% των
μετοχών, ενώ οι
εξασφαλισμένοι πιστωτές
— όπως η Arini Capital
Management και η Canyon
Partners — θα αποκτήσουν
το υπόλοιπο ποσοστό μέσω
ανταλλαγής χρέους με
μετοχές.
Οι
ομολογιούχοι θα
παράσχουν επίσης 1,5
δισ. δολάρια νέας
χρηματοδότησης, ενώ το
δάνειο της Apollo Global
Management θα
αποπληρωθεί εξ
ολοκλήρου. Το νέο χρέος
θα αποφέρει επιτόκιο
9,5%, με την εταιρεία
πλέον να έχει μικρότερη
μόχλευση.
Ωστόσο,
η συμφωνία δεν έχει
ακόμη οριστικοποιηθεί,
καθώς αντιρρήσεις
εκφράζουν η Deutsche
Bank και το hedge fund
Carronade Capital. Αν η
συναλλαγή δεν
προχωρήσει, όλες οι
αγοραπωλησίες των
υποθετικών ομολόγων θα
ακυρωθούν.
Η
περίπτωση της Ardagh
αναδεικνύει τη
δημιουργία μιας νέας,
εξαιρετικά επιθετικής
αγοράς χρέους στην
Ευρώπη, όπου το ρίσκο
και η φαντασία των hedge
funds καθορίζουν τις
αποδόσεις — ακόμη και
πριν υπάρξει το ίδιο το
χρέος.
|