|
Όταν
όμως μαθαίνεις πώς τα
πράγματα έφτασαν εδώ που
έφτασαν, τρίβεις τα
μάτια σου. Τον Απρίλιο,
ο πρόεδρος αύξησε τους
εισαγωγικούς δασμούς
στους περισσότερους
εμπορικούς εταίρους της
Αμερικής, και στη
συνέχεια έκανε διάφορες
αυξομειώσεις με τρόπους
που ήταν δύσκολο για
οποιονδήποτε να
κατανοήσει. Η άνοδος του
S&P 500 από περίπου 50
τρισ. δολάρια σε
συνολική αγοραία αξία
στις 5 Νοεμβρίου 2024 σε
60 τρισ. δολάρια περίπου
τώρα, περιελάμβανε μια
πτώση 7 τρισ. δολαρίων
μεταξύ της ημέρας των
εκλογών και της έναρξης
του εμπορικού του
πολέμου. Προσπάθησε να
απολύσει τον διοικητή
της Fed (ανεπιτυχώς
μέχρι στιγμής), να βάλει
ιδιωτικές εταιρείες όπως
η Intel και η Microsoft
να απολύσουν στελέχη που
αποδοκιμάζει (ομοίως)
και να αναγκάσει κάποια
δικηγορικά γραφεία που
δεν του αρέσουν να
αναλάβουν αφιλοκερδώς
σκοπούς του MAGA (πολλά
υπέκυψαν). Τα πράγματα
γίνονται ακόμα πιο
σοκαριστικά: το κράτος
κατέχει μια «χρυσή
μετοχή» στην US Steel
(τώρα σε ιαπωνικά
χέρια), μερίδια σε ένα
σωρό ορυχεία σπάνιων
γαιών καθώς και το 10%
της Intel, μιας
εταιρείας κατασκευής
τσιπ που παλεύει να
επιβιώσει, και θέλει ένα
μερίδιο 15% από τις
πωλήσεις τσιπ της Nvidia
και της AMD στην Κίνα.
Σε αυτό
το σημείο αρχίζεις να
λυπάσαι τους
διευθύνοντες συμβούλους
που έπρεπε να μείνουν
ξύπνιοι για να
διαχειριστούν όλα αυτά,
υπομένοντας αυτό που
ένας συντηρητικός
λομπίστας παρομοιάζει με
«βόλτα σε τρενάκι του
τρόμου στο σκοτάδι».
Όπως και με η βόλτα σε
ένα θεματικό πάρκο, η
αντιμετώπιση του κ.
Trump και της
αντισυμβατικής
κυβέρνησής του απαιτεί
γερό στομάχι και λογική.
Απαιτεί επίσης
στρατηγική. Η στρατηγική
που έχουν υιοθετήσει οι
περισσότερες εταιρείες
μπορεί να συνοψιστεί ως:
σκάσε, γλείψε και σκέψου
πολύ πριν εναντιωθείς
στον πρόεδρο.
Σύμφωνα
με τα λόγια ενός
επενδυτικού τραπεζίτη, ο
κύριος πολιτικός στόχος
πολλών επιχειρήσεων
είναι να μείνουν «έξω
από το στόχαστρο». Οι
Αμερικανοί αγοραστές
γκρινιάζουν στις έρευνες
αλλά σπαταλούν στα
καταστήματα. «Το
χειρότερο σενάριο για
τους δασμούς γίνεται όλο
και καλύτερο», λέει ένας
διαχειριστής επενδύσεων
στη Wall Street. Οι
εταιρείες αισθάνονται
ότι θα τα πάνε μια χαρά,
αρκεί να μην δώσουν στον
πρόεδρο λόγο να τις
βάλει στο στόχαστρο –
ούτε για τιμωρία αλλά
ούτε και για έπαινο. Μια
λάθος κίνηση μπορεί να
αποβεί μοιραία.
Όταν ο
Elon Musk ήρθε σε ρήξη
με τον πρόεδρο τον
Ιούνιο, ο κ. Trump από
κύριος πωλητής της
Tesla, μετατρέποντας
κάποια στιγμή τον Λευκό
Οίκο σε αντιπροσωπεία
της, έφτασε στο σημείο
να απειλεί να της
αφαιρέσει τις
ομοσπονδιακές
επιδοτήσεις. Παρομοίως,
αφού υπερασπίστηκε την
Apple έναντι των
ρυθμιστικών αρχών της ΕΕ
τον Ιανουάριο, τον Μάιο
ο κ. Trump έκανε λόγο
για δασμούς της τάξεως
του 25% στα iPhones,
αφού η εταιρεία δήλωσε
ότι θα συναρμολογούσε
τις περισσότερες
συσκευές στην Ινδία και
όχι στην πατρίδα της.
Εάν η
αορατότητα δεν αποτελεί
επιλογή, είτε επειδή μια
εταιρεία είναι πολύ
μεγάλη, πολύ εξέχουσα ή
πολύ επιρρεπής σε
δασμούς, μπορεί να
δοκιμάσει την εύνοια.
Αυτή η κίνηση μπορεί να
είναι κωμική, όπως όταν
ο Tim Cook της Apple
προσέφερε στον κ. Trump
ένα χρυσό «σουβενίρ» τον
Αύγουστο, προς επίρρωση
μιας πρόσθετης επένδυσης
100 δισ. δολαρίων στην
αμερικανική επιχείρησή
της. Μπορεί να είναι
άβολη, όπως όταν η
εταιρεία του κ. Cook
συμμετείχε με
τουλάχιστον άλλες 20,
συμπεριλαμβανομένων
τεσσάρων μεγάλων
τεχνολογικών
ανταγωνιστών της, αλλά
και παλαιών εταιριών
όπως η Union Pacific
Railroad, στη δωρεά στον
Λευκό Οίκο για την
κατασκευή της αίθουσας
χορού του κ. Trump αξίας
300 εκατομμυρίων
δολαρίων. Εδώ αξίζει να
σημειωθεί ότι η Union
Pacific και η Norfolk
Southern, μια άλλη
σιδηροδρομική εταιρεία
επιδιώκουν μια
συγχώνευση 85 δις
δολαρίων, η οποία
εγκρίθηκε από τους
μετόχους στις 14
Νοεμβρίου και χρειάζεται
τη θετική γνωμοδότηση
μιας Ομοσπονδιακής
ρυθμιστικής αρχής.
Κάποια
από τα αφεντικά των
χορηγών της αίθουσας
χορού απεχθάνονταν αυτού
του είδους το γλείψιμο.
Όμως, ένας χρηματοδότης
θυμάται να ακούει από
κάποιον που ένιωθε
αηδία, την ατάκα «είναι
αυτό που είναι». Το
γλείψιμο είναι κομμάτι
της ζωής των CEOs. Η
JPMorgan Chase, η
μεγαλύτερη τράπεζα της
Αμερικής, της οποίας ο
διευθύνων σύμβουλος
αρνήθηκε να κάνει δωρεά
για την αίθουσα χορού
για να μη θεωρηθεί ότι
«αγοράζει χάρες»,
υποσχέθηκε να προσφέρει
1,5 τρις δολάρια στην
προώθηση της «ασφάλειας
και της ανθεκτικότητας»,
μια προτεραιότητα του κ.
Trump. Υπό τον κ. Biden,
υποσχέθηκε 2,5 τρισ.
δολάρια σε επενδύσεις
φιλικές προς το κλίμα,
τη μεγάλη αγάπη των
Δημοκρατικών.
Η ικεσία
είναι συχνά πιο
διακριτική. Ένας
βετεράνος εταιρικός
δικηγόρος στη Νέα Υόρκη
συμβουλεύει τους πελάτες
του σε μια εντυπωσιακή
συγχώνευση που βρίσκεται
στα σκαριά να
ενημερώνουν τον Λευκό
Οίκο πολύ πριν από κάθε
ανακοίνωση. Μια έκπληξη
μπορεί να «προκαλέσει»
κάποιον που αντιτίθεται
να ασκήσει πιέσεις
εναντίον της. Η ανάγκη
ενός τέτοιου εκ των
προτέρων σχεδιασμού
είναι, λέει ο δικηγόρος,
«νέα». Ένας χρηματοδότης
που υποστήριξε τον κ.
Trump το αποκαλεί «σκέτη
τρέλα». Όλες οι
ενέργειες που αφορούν τη
κυβέρνηση πρέπει να
είναι εξίσου
μελετημένες. «Το
τελευταίο πράγμα που
θέλετε είναι να αυξήσετε
τις τιμές ενώ παλεύετε
για εξαιρέσεις [από τους
δασμούς]», λέει ένας
μεγαλοεπιχειρηματίας της
Νέας Υόρκης.
H
διακριτική οικοδόμηση
προτιμησιακής σχέσης
διευκολύνεται από το
γεγονός ότι, σε αντίθεση
με τον Λευκό Οίκο του
Biden που έμοιαζε με
καταφύγιο, αυτός εδώ
μιλάει συνεχώς με τις
επιχειρήσεις. «Το να
μιλάς δημόσια δεν φέρνει
αποτελέσματα», σημειώνει
ένας διευθύνων σύμβουλος
της Wall Street. Τόσο ο
ίδιος όσο και οι
συνάδελφοί του μπορούν
να μιλήσουν στον πρόεδρο
ανά πάσα στιγμή, λέει.
«Απλώς δεν το κάνουμε
μέσω υμών [των μέσων
ενημέρωσης]». Ένας
ομόλογός του στον κλάδο
της υγειονομικής
περίθαλψης λέει ότι κάθε
φορά που ζητούσε
πρόσβαση στον κ. Trump,
«την έπαιρνα μέσα σε μια
μέρα». Τι λέει στον
πρόεδρο μόλις του
μιλήσει; «Προσπαθώ να
μην του μεταφέρω τα
προβλήματά μου, αλλά να
του προτείνω λύση – μια
λύση που θα του αρέσει
και θα λύσει το πρόβλημά
μου».
Οι
ανησυχίες -για τους
δασμούς, τον κρατικό
παρεμβατισμό, τον αργό
ρυθμό της απελευθέρωσης
της αγοράς λόγω της
κωλυσιεργίας του κ.
Trump στο διορισμό
εκατοντάδων
γραφειοκρατών
χαμηλότερου επιπέδου που
στην πραγματικότητα
ξαναγράφουν τους
κανόνες- απευθύνονται
πλέον στον αρμόδιο
υπουργό. Τις
περισσότερες φορές αυτός
είναι ο Scott Bessent
στο Υπουργείο
Οικονομικών και ο Howard
Lutnick στο Εμπορίου.
Ο κ.
Bessent λαμβάνει
ανάμεικτες κριτικές.
Ορισμένοι ιθύνοντες
δικαιολογούν τις ολοένα
και πιο τραμπικές
τηλεοπτικές εμφανίσεις
του πρώην διαχειριστή
αμοιβαίων κεφαλαίων ως
το τίμημα που πρέπει να
πληρώσει για την
εσωτερική επιρροή, την
οποία εκτιμούν. Άλλοι
πιστεύουν ότι, όπως το
θέτει ένας από αυτούς,
«[η] υποταγή του είναι ο
τρόπος με τον οποίο
χάνεις την επιρροή σου».
Ο κ. Lutnick, ο οποίος
συχνά προβαίνει σε
ατυχείς δηλώσεις,
προκαλεί παγκοσμίως
μειδίαμα. Ένα στέλεχος
καταναλωτικών αγαθών
σημειώνει ότι η εταιρεία
της προτιμά μια
διαφορετική προσέγγιση,
μέσω οντοτήτων φιλικών
προς τον Trump, όπως οι
Teamsters, οι προσωπικοί
φίλοι του κ. Trump και ο
μεγαλύτερος γιος του, ο
Don junior.
Το να τα
βάλει κανείς με την
κυβέρνηση απαγορεύεται
διά ροπάλου. Οι
περισσότερες μεγάλες
εταιρείες επευφημούν
σιωπηλά τη χούφτα των
μικρών επιχειρήσεων που
μάχονται την κυβέρνηση
στο Ανώτατο Δικαστήριο
για τη χρήση των
εξουσιών έκτακτης
ανάγκης που χρησιμοποιεί
κ. Trump για να θεσπίσει
τους σαρωτικούς δασμούς
του. Ωστόσο, καμία δεν
έχει καταθέσει επίσημο
υπόμνημα, όπως κάνουν
ιστορικά σε υποθέσεις
ουσιώδους σημασίας για
τις δραστηριότητές τους.
Αγωγή κατά του νέου
τέλους των 100.000
δολαρίων του κ. Trump
για τις βίζες
ειδικευμένων εργατών
H1-B κατέθεσε το
Εμπορικό Επιμελητήριο
των ΗΠΑ, ένας
αξιοσέβαστος
όμιλος-ομπρέλα που
προσφέρει ασφάλεια σε
πολλούς. Ένας μεγιστάνας
του χρηματοπιστωτικού
τομέα θα ήθελε πολύ να
δει χιλιάδες
επαγγελματίες, ντυμένους
με κοστούμια να
διαδηλώνουν στην
Ουάσινγκτον, όπως έκαναν
οι δικηγόροι στο
Πακιστάν στα τέλη της
δεκαετίας του 2000, σε
ένδειξη διαμαρτυρίας για
την παύση του ανώτατου
δικαστή. Ωστόσο, δεν
ελπίζει ότι θα συμβεί.
Φοβούνται οι
επιχειρήσεις τυχόν
αντίποινα; Μα φυσικά,
επαναλαμβάνει το ένα
αφεντικό μετά το άλλο
(όλοι τους ζήτησαν να
παραμείνουν ανώνυμοι).
Όμως, περισσότερο απ’
όλα, φοβούνται τις
απρόβλεπτες εξελίξεις. Ο
κ. Trump και η κυβέρνησή
του «ασκούν πολιτική
τύπου συμφωνία με
συμφωνία», γκρινιάζει
ένας επιχειρηματίας, μια
προσέγγιση που οδηγεί
τις εταιρείες να
επικεντρώνονται όχι στην
κατασκευή καλύτερων
προϊόντων, αλλά στη
διεκδίκηση εξαιρέσεων,
στην επινόηση λύσεων
τύπου παιγνίων πολέμου
σε κυβερνητικές
επιθυμίες που δεν
μπορούν να αρνηθούν ή
στην εξεύρεση τρόπων για
να παραμείνουν εκτός του
ραντάρ. Με τον κ. Trump
άλλα τρία χρόνια στην
προεδρία, τουλάχιστον
αρχίζουν να
καταλαβαίνουν πώς να
ελίσσονται.
Πηγή:
The Economist
|