|
Σύμφωνα
με το
State
Department,
η Ελλάδα έχει εξελιχθεί
σε «σταθερό και
ελκυστικό προορισμό
επενδύσεων», μετά την
ανάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας και τις
θεσμικές μεταρρυθμίσεις
των τελευταίων ετών. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες
συγκαταλέγονται ήδη
στους έξι μεγαλύτερους
ξένους επενδυτές της
χώρας, με εταιρείες όπως
Microsoft,
Meta,
Pfizer,
Amazon
Web
Services
και
Deloitte
να υλοποιούν σημαντικά
έργα στους τομείς της
ενέργειας, της
τεχνολογίας και της
υγείας.
Η
Ουάσινγκτον αναδεικνύει
τέσσερις στρατηγικούς
άξονες που συγκεντρώνουν
το μεγαλύτερο επενδυτικό
ενδιαφέρον. Στον τομέα
της πράσινης ενέργειας,
η Ελλάδα αναγνωρίζεται
ως «διαμετακομιστικός
κόμβος» για
LNG
και Ανανεώσιμες Πηγές
Ενέργειας, με τα έργα
της Ρεβυθούσας και της
Αλεξανδρούπολης να
καθιστούν τη χώρα
στρατηγικό σημείο για
την ενεργειακή ασφάλεια
της Ευρώπης. Παράλληλα,
η έκθεση τονίζει την
ανάγκη επενδύσεων σε
υποδομές πράσινου
υδρογόνου και ηλεκτρικών
διασυνδέσεων με τα
γειτονικά κράτη.
Στην
τεχνολογία και την
ψηφιακή μετάβαση, η
πρόοδος της Ελλάδας στον
ψηφιακό μετασχηματισμό
του Δημοσίου και στην
ανάπτυξη οικοσυστήματος
νεοφυών επιχειρήσεων
αναγνωρίζεται ως
σημαντική επιτυχία. Η
έκθεση αναφέρει ότι
υπάρχουν «ουσιαστικές
ευκαιρίες επένδυσης» σε
data
centers,
τεχνητή νοημοσύνη και
κυβερνοασφάλεια,
προσελκύοντας μεγάλους
αμερικανικούς ομίλους.
Στον
τομέα του
real
estate
και του
τουρισμού, το ανανεωμένο
πλαίσιο της
Golden
Visa
—με όρια 800.000 ευρώ
στις περιοχές υψηλής
ζήτησης και 400.000 ευρώ
στην υπόλοιπη
επικράτεια— καθώς και οι
περιορισμοί στις
βραχυχρόνιες μισθώσεις (Airbnb)
θεωρούνται «κίνητρα
διαφάνειας» που
προσελκύουν σοβαρά
επενδυτικά κεφάλαια και
συμβάλλουν στη
σταθεροποίηση της αγοράς
ακινήτων.
Όσον
αφορά το ανθρώπινο
δυναμικό, το
State
Department
αναφέρεται στο πρόγραμμα
ReBrain
Greece
ως καινοτόμο παράδειγμα
επιστροφής Ελλήνων του
εξωτερικού, με μισθούς
της τάξης των 3.000 ευρώ
τον μήνα σε τομείς
τεχνολογίας, υγείας και
έρευνας. Σε συνδυασμό με
τις φορολογικές
ελαφρύνσεις του νόμου
4758/2020 για όσους
μεταφέρουν τη φορολογική
τους κατοικία στην
Ελλάδα και τη μείωση 50%
στη φορολογία των
ψηφιακών νομάδων για
επτά χρόνια, η έκθεση
χαρακτηρίζει τη χώρα ως
«μία από τις πιο
ελκυστικές αγορές
εργασίας στην Ευρώπη».
Ωστόσο,
το Στέιτ Ντιπάρτμεντ
επισημαίνει και τα
προβλήματα που
εξακολουθούν να
δυσχεραίνουν το
επιχειρηματικό
περιβάλλον, όπως η
πολυπλοκότητα των
ρυθμίσεων, η καθυστέρηση
στην απονομή
δικαιοσύνης, η
γραφειοκρατία, οι
χρονοβόρες διαδικασίες
αδειοδότησης έργων ΑΠΕ,
τα ζητήματα πολεοδομίας,
η απουσία καθαρών τίτλων
ιδιοκτησίας και τα
clawbacks
στη φαρμακοβιομηχανία.
Επιπλέον, σημειώνονται
ελλείψεις εργατικού
δυναμικού σε τουρισμό
και κατασκευές, καθώς
και υψηλά επίπεδα
παραοικονομίας που
φθάνουν έως το 36% του
ΑΕΠ, σύμφωνα με το
CEPR.
Παρά τα
εμπόδια, η ανάκτηση της
επενδυτικής βαθμίδας, οι
πόροι ύψους 35,95 δισ.
ευρώ του Ταμείου
Ανάκαμψης, ο ψηφιακός
μετασχηματισμός και οι
fast-track
διαδικασίες συγκροτούν
ένα ισχυρό μίγμα
κινήτρων που ενισχύουν
το επενδυτικό αφήγημα
της χώρας.
Η έκθεση
αναφέρεται επίσης στο
νέο πλαίσιο ελέγχου
ξένων επενδύσεων (FDI
screening)
για λόγους εθνικής
ασφάλειας, το οποίο
αφορά κρίσιμους τομείς
όπως ενέργεια, άμυνα και
κυβερνοασφάλεια. Το
State
Department
το χαρακτηρίζει «σημάδι
οικονομικής ωριμότητας»
και το κατατάσσει στα
θετικά στοιχεία του
ελληνικού επενδυτικού
περιβάλλοντος.
Σε
πολιτικό επίπεδο, η
Ελλάδα περιγράφεται ως
«πυλώνας σταθερότητας
στην Ανατολική
Μεσόγειο». Η πρέσβειρα
Κίμπερλι Γκίλφοϊλ
επανέλαβε πρόσφατα αυτή
τη θέση, δηλώνοντας πως
«η Ελλάδα είναι ο
ακρογωνιαίος λίθος
σταθερότητας στην
Ανατολική Μεσόγειο – και
οραματίζομαι στενή
συνεργασία ανάμεσα στην
ελληνική καινοτομία και
τις αμερικανικές
επενδύσεις, από την
Αθήνα έως τη
Silicon
Valley».
|