|
Μια
πολιτική σε αδιέξοδο;
Σε έναν
βαθμό, η άνοδος των
κατώτατων μισθών
θεωρείται επιτυχία για
την οικονομική επιστήμη.
Αφού αρχικά
αντιμετώπισαν το μέτρο
με επιφυλάξεις, οι
οικονομολόγοι έφτασαν να
το στηρίζουν,
υποστηρίζοντας ότι οι
αυξημένοι κατώτατοι
μισθοί δεν οδηγούν σε
απώλειες θέσεων
εργασίας, όπως φοβούνταν
κάποτε — κάτι που
επιβεβαίωσαν οι
εμπειρίες των τελευταίων
δύο δεκαετιών.
Ωστόσο,
ενώ οι κυβερνήσεις
προβάλλουν αυτή την
ομοφωνία, στον
ακαδημαϊκό χώρο αρχίζει
να αναπτύσσεται
σκεπτικισμός. Νεότερες
μελέτες δείχνουν ότι οι
κατώτατοι μισθοί μπορούν
να αλλοιώσουν τη
λειτουργία της
οικονομίας με τρόπους
που δεν αποτυπώνονται
άμεσα στους αριθμούς της
απασχόλησης, επισημαίνει
ο Economist.
Οι
κίνδυνοι
Ένας
κίνδυνος είναι πως οι
επιπτώσεις δεν
εμφανίζονται αμέσως. Στο
Σιάτλ, για παράδειγμα, η
σημαντική αύξηση του
κατώτατου μισθού το
2015–2016 συνοδεύτηκε
από μείωση περίπου 10%
στις νέες προσλήψεις
στις χαμηλόμισθες
θέσεις, παρότι οι ήδη
εργαζόμενοι σπανίως
απολύθηκαν.
Ένας
δεύτερος κίνδυνος είναι
ότι οι υψηλότεροι
κατώτατοι μισθοί μπορεί
να μη μειώσουν την
απασχόληση, αλλά να
υποβαθμίσουν την
ποιότητα των θέσεων.
Όταν οι εργοδότες
αναγκάζονται να
πληρώσουν υψηλότερους
μισθούς αλλά η δεξαμενή
εργαζομένων παραμένει
μεγάλη, μπορεί να
περικόψουν το κόστος
αλλού.
Σύγχρονες έρευνες
συνδέουν μεγάλες
αυξήσεις στον κατώτατο
μισθό με βραχύτερες ή
πιο ακανόνιστες ώρες
εργασίας, περισσότερα
εργατικά ατυχήματα και
περιορισμό παροχών, όπως
η υγειονομική κάλυψη.
Ο
κίνδυνος της υπερβολικής
αυτοπεποίθησης
Ένας
ακόμη προβληματισμός
αφορά την ψευδαίσθηση
ασφάλειας που
δημιουργούν τα πρώτα
θετικά αποτελέσματα.
Ήπιες αυξήσεις στον
κατώτατο μισθό μπορούν,
παραδόξως, να ενισχύσουν
την απασχόληση,
εξισορροπώντας τη
διαπραγματευτική δύναμη
μεγάλων εργοδοτών που
διαφορετικά θα
περιόριζαν τις
προσλήψεις για να
συγκρατήσουν τους
μισθούς.
Όσο όμως
οι κυβερνήσεις
συνεχίζουν να αυξάνουν
το όριο, αυξάνεται η
πιθανότητα να χαθούν
δουλειές — όπως ακριβώς
συμβαίνει όταν η
υπερβολική αύξηση της
φορολογίας μειώνει
τελικά τα φορολογικά
έσοδα.
Πρόσφατη
αξιολόγηση δημοσιευμένη
σε επιστημονικό
περιοδικό εκτιμά ότι το
«βέλτιστο» επίπεδο
κατώτατου μισθού στις
ΗΠΑ, αφού ληφθεί υπόψη η
ισχύς των εργοδοτών στην
αγορά εργασίας,
βρίσκεται κάτω από τα 8
δολάρια την ώρα.
Ένα
εργαλείο ανακατανομής με
περιορισμένη
αποτελεσματικότητα
Πέρα από
τα παραπάνω, ο κατώτατος
μισθός δεν αποτελεί
ιδιαίτερα αποτελεσματικό
εργαλείο ανακατανομής
εισοδήματος. Πολλοί
εργαζόμενοι που
αμείβονται με το
κατώτατο όριο δεν
ανήκουν σε φτωχά
νοικοκυριά, αλλά ζουν σε
νοικοκυριά με υψηλότερα
συνολικά εισοδήματα.
Και όταν
οι επιχειρήσεις αυξάνουν
τις τιμές για να
καλύψουν το αυξημένο
λειτουργικό κόστος, τα
χαμηλότερα εισοδήματα
πλήττονται περισσότερο —
συχνά περισσότερο και
από ό,τι από έναν φόρο
κατανάλωσης, σύμφωνα με
μια σχετική μελέτη.
Αναγκαία η προσοχή
Ο
Economist προειδοποιεί
ότι οι πολιτικοί πρέπει
να λαμβάνουν σοβαρά
υπόψη αυτές τις
συνέπειες. Παρότι οι
αυξήσεις στον κατώτατο
μισθό είναι δημοφιλείς,
οι ψηφοφόροι ταυτόχρονα
αντιδρούν έντονα στην
άνοδο των τιμών και στην
επιδείνωση της
οικονομικής
προσιτότητας.
Υπάρχει
ο κίνδυνος δημιουργίας
ενός φαύλου κύκλου, όπου
οι υψηλότερες
μισθολογικές δαπάνες της
επιχείρησης περνούν
στους καταναλωτές,
κάνοντας το κόστος ζωής
ακόμη πιο δυσβάσταχτο —
ακόμη και για τους
ίδιους τους εργαζόμενους
που το μέτρο υποτίθεται
ότι ευνοεί.
Ο νέος
δήμαρχος της Νέας
Υόρκης, Zohran Mamdani,
έχει δεσμευθεί να
αυξήσει τον κατώτατο
μισθό από τα 16,50
δολάρια σήμερα στα 30
δολάρια έως το 2030. Η
κίνηση αυτή αναμένεται
να οδηγήσει σε σημαντική
άνοδο τιμών,
επιβαρύνοντας περαιτέρω
μια ήδη ακριβή πόλη.
Η
ανάλυση καταλήγει ότι
υπάρχουν πιο
αποτελεσματικά μέσα
στήριξης των
χαμηλόμισθων. Οι
φορολογικές πιστώσεις
για εργαζόμενους είναι
καλύτερα στοχευμένες
και, όταν
χρηματοδοτούνται από
φόρους που ενισχύουν την
ανάπτυξη, είναι λιγότερο
επιβαρυντικές για την
οικονομία.
Μπορεί να μην έχουν τη
«γυαλάδα» των αυξήσεων
στον κατώτατο μισθό, των
οποίων το κόστος είναι
λιγότερο εμφανές, ωστόσο
αποτελούν πιο
αποτελεσματικές
πολιτικές.
|