|
Αντιθετώς, οι χώρες του
Νότου, όπως η Ισπανία,
ξεχωρίζουν ως ελάχιστες
φωτεινές εξαιρέσεις στην
ευρωπαϊκή ανάπτυξη, ενώ
κυβερνήσεις που πριν από
15 χρόνια βρίσκονταν στα
πρόθυρα χρεοκοπίας, όπως
της Ελλάδας, σήμερα
διατηρούν σχεδόν
ισοσκελισμένους
προϋπολογισμούς.
Προοπτικές
«Η
δημοσιονομική “εργασία
για το σπίτι” έγινε στον
Νότο μετά την κρίση του
χρέους» σημειώνει
ο Φίλιπο Ταντέι,
ανώτερος οικονομολόγος
της Goldman Sachs. «Σε
καθεμία από αυτές τις
χώρες, οι δημοσιονομικές
προοπτικές είναι
αξιοσημείωτα πιο
προσεκτικές απ’ ό,τι στη
Γαλλία ή ακόμα και στη
Γερμανία και την
Ολλανδία».
Η
αντιστροφή αυτή είναι
ίσως το απρόσμενο
αποτέλεσμα της κρίσης:
οι χώρες του Νότου, όπως
η Ελλάδα και η
Πορτογαλία, αναγκάστηκαν
να υιοθετήσουν επώδυνα
προγράμματα λιτότητας
στο πλαίσιο των
μνημονίων διάσωσης. Η
λιτότητα άφησε βαθιές
πληγές: σύμφωνα με το
ΔΝΤ, η ελληνική
οικονομία παραμένει
ακόμη κατά περίπου 20%
μικρότερη σε σχέση με τα
προ κρίσης επίπεδα, ενώ
η ανεργία παραμένει
υψηλή στην περιοχή.
Ωστόσο, οι χώρες αυτές
υποχρεώθηκαν να
προχωρήσουν σε δομικές
μεταρρυθμίσεις – αύξηση
ορίων συνταξιοδότησης,
απλούστευση
γραφειοκρατίας,
ιδιωτικοποιήσεις και
αναμόρφωση των
εργασιακών σχέσεων.
«Πολλές
από τις χώρες που τα
πάνε καλύτερα στην
Ευρώπη σήμερα είναι
χώρες που είχαν ενταχθεί
σε προγράμματα διάσωσης
ή προγράμματα
προσαρμογής» υποστηρίζει
ο Φρανκ Γκιλ, αναλυτής
της S&P Global Ratings,
αναφερόμενος στα
προγράμματα λιτότητας
που επέβαλαν το ΔΝΤ ή οι
ευρωπαίοι
δανειστές. «Εχουν
αναδειχθεί πιο
ανθεκτικές σε σχέση με
τις οικονομικές δομές
που είχαν πριν από 15
χρόνια».
Η
Ισπανία κατέγραψε πέρυσι
ανάπτυξη 3,5% σε
πραγματικούς όρους,
σύμφωνα με το ΔΝΤ – από
τους ταχύτερους ρυθμούς
στις ανεπτυγμένες
οικονομίες. Η Ελλάδα
σημείωσε 2,3%,
περισσότερο από το
διπλάσιο της ανάπτυξης
Γαλλίας και Ηνωμένου
Βασιλείου. Η Γερμανία,
αντίθετα, συρρικνώθηκε
για δεύτερη συνεχή
χρονιά. Η άνθηση του
τουρισμού εξηγεί εν
μέρει την υπεραπόδοση.
Παράλληλα, οι χώρες του
Νότου έχουν επωφεληθεί
από εκατοντάδες
δισεκατομμύρια ευρώ σε
επιχορηγήσεις και δάνεια
της ΕΕ, που
χρηματοδοτούν
υποθαλάσσια καλώδια στην
Ιταλία, αναβαθμίσεις
δικτύου ηλεκτρισμού στην
Ελλάδα και ανάπτυξη
οπτικών ινών υψηλής
ταχύτητας στην Ισπανία.
Αλλά,
όπως επισημαίνει ο
Ταντέι, οι αλλαγές που
ευνοούν τον Νότο είναι
βαθύτερες. Μιλάνο,
Λισαβόνα και Σεβίλλη
έχουν εξελιχθεί σε
ακμάζοντα κέντρα
τεχνολογίας,
χρηματοοικονομικών και
νεοφυών επιχειρήσεων.
Οι
κυβερνήσεις είναι επίσης
πιο προσεκτικές ως προς
τα δημοσιονομικά τους
όρια και τις πιθανές
επιπτώσεις της αστοχίας
στις αγορές. Η
πρωθυπουργός της
Ιταλίας Τζόρτζια
Μελόνι εξελέγη το 2022
με υποσχέσεις για
μειώσεις φόρων και
αυξήσεις συντάξεων,
ωστόσο έθεσε σε
προτεραιότητα τη
δημοσιονομική πειθαρχία
ώστε να καθησυχάσει τις
αγορές ομολόγων. Εχει
ήδη περιορίσει το
έλλειμμα, το οποίο
αναμένεται να πέσει κάτω
από το 3% του ΑΕΠ το
επόμενο έτος.
«Είναι
φανταστικό»
Το ΔΝΤ
επαίνεσε πρόσφατα αυτή
τη στροφή: «Είναι
φανταστικό», δήλωσε ο
Helge Berger,
υποδιευθυντής του
ευρωπαϊκού τμήματος του
ΔΝΤ, προσθέτοντας πως η
περσινή δημοσιονομική
επίδοση της Ιταλίας
ήταν «εντυπωσιακή». Την
ίδια στιγμή, οι χώρες
του ευρωπαϊκού πυρήνα
αντιμετωπίζουν
αυξανόμενες δυσκολίες.
Το μεταπολεμικό μοντέλο
ανάπτυξης της Δυτικής
Ευρώπης – βασισμένο στο
εμπόριο και τη
βιομηχανία – έχει
κλονιστεί από τους
αμερικανικούς δασμούς,
τον κινεζικό ανταγωνισμό
και το τέλος της φτηνής
ρωσικής ενέργειας.
Οι
κυβερνήσεις που
δανείστηκαν μαζικά κατά
την πανδημία και την
ενεργειακή κρίση
προσπαθούν τώρα να
τακτοποιήσουν τα
δημοσιονομικά τους. Οι
νότιες χώρες έχουν
σχεδόν επανέλθει στα προ
πανδημίας επίπεδα
ελλειμμάτων, ενώ οι
βόρειες – με ασθενή
ανάπτυξη και
περιορισμένα έσοδα –
κινούνται αντίθετα. Η
Γαλλία αναμένεται να
έχει εφέτος έλλειμμα
5,4% του ΑΕΠ, έναντι
2,4% πριν από την
πανδημία. Στο Ηνωμένο
Βασίλειο, την Αυστρία
και το Βέλγιο τα
ελλείμματα ξεπερνούν το
4%.
Η
Γερμανία δαπανά έως και
1 τρισ. ευρώ (1,15 τρισ.
δολάρια) για υποδομές
και άμυνα – επένδυση που
θα ενισχύσει μεν την
ανάπτυξη, αλλά θα ωθήσει
το έλλειμμα πάνω από το
3% του ΑΕΠ, το όριο που
είχε οριστεί στη Συνθήκη
της ΕΕ κατόπιν απαίτησης
του καγκελαρίου Χέλμουτ
Κολ. Οι ανάγκες δαπανών
θα αυξηθούν περαιτέρω τα
επόμενα χρόνια λόγω της
γήρανσης του πληθυσμού,
των δεσμεύσεων για
άμυνα, της πράσινης
μετάβασης και των
αυξημένων πληρωμών
τόκων. Ωστόσο, οι
προσπάθειες περιορισμού
του κράτους πρόνοιας
αποτυγχάνουν. Η Γαλλία
έχει δει τρεις
κυβερνήσεις να
καταρρέουν μέσα σε έναν
χρόνο λόγω σχεδίων
περικοπών. Ο
πρωθυπουργός Σεμπαστιέν
Λεκονρί, που παραιτήθηκε
στις αρχές Οκτωβρίου
αλλά επανήλθε λίγες
ημέρες αργότερα,
ανακοίνωσε την αναστολή
της μεταρρύθμισης του
Εμανουέλ Μακρόν για την
αύξηση των ορίων
συνταξιοδότησης.
«Είναι
σαφές ότι υπάρχει
συνειδητοποίηση πως κάτι
πρέπει να αλλάξει» λέει
ο Γκιλ της S&P. «Το
πρόβλημα είναι ότι δεν
υπάρχει συναίνεση για το
τι ακριβώς». Το αδιέξοδο
αυτό οδήγησε την S&P να
προχωρήσει απροσδόκητα
σε υποβάθμιση της
Γαλλίας.
Χωρίς
ανάπτυξη, οι ψηφοφόροι
απογοητεύονται και
στρέφονται σε κόμματα
της Ακρας Δεξιάς ή της
Αριστεράς.
Πολιτική
αστάθεια
«Υπάρχει
ένας φαύλος κύκλος
μεταξύ δύσκολης
δημοσιονομικής πολιτικής
και πολιτικής αστάθειας,
που
αλληλοτροφοδοτείται» σημειώνει
ο Μουτζτάμπα Ραχμάν,
επικεφαλής Ευρώπης του
Eurasia Group. «Σε
Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο
και πιθανώς Γερμανία, τα
προβλήματα στα δημόσια
οικονομικά ενισχύουν την
πολιτική αστάθεια,
καθιστώντας δυσκολότερες
τις μεταρρυθμίσεις».
Ορισμένοι αναλυτές
θεωρούν ότι οι μαζικές
αγορές ομολόγων από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα και άλλες
κεντρικές τράπεζες μετά
την κρίση, αλλά και στη
διάρκεια της πανδημίας,
συνέβαλαν εν μέρει στη
σημερινή χαλάρωση.
«Προς το
παρόν, καμία χώρα δεν
έχει φτάσει σε σημείο
κρίσης, εν μέρει επειδή
η ΕΚΤ παραμένει στο
παρασκήνιο» λέει ο
Ραχμάν. «Αλλά ίσως η
προσέγγιση στο “σημείο
καμπής” να είναι
απαραίτητη για να
αντιμετωπιστούν τα
συσσωρευμένα
προβλήματα». Αν όχι, ο
κίνδυνος μιας άτακτης
κρίσης και των
μακροπρόθεσμων
επιπτώσεων αυξάνεται.
Το
Ηνωμένο Βασίλειο
αντιμετωπίζει παρόμοια
προβλήματα με αυξανόμενο
χρέος και δαπάνες. Ο
πρωθυπουργός Κιρ
Στάρμερ ανέβαλε σχέδιο
περικοπής επιδομάτων
αναπηρίας έπειτα από
αντίδραση βουλευτών του
Εργατικού Κόμματος. Στις
επόμενες εβδομάδες η
κυβέρνηση αναμένεται να
παρουσιάσει
προϋπολογισμό που θα
βασίζεται κυρίως σε
αυξήσεις φόρων αντί για
μειώσεις δαπανών.
Το
μειονέκτημα
Ο Μαχμούντ Πράνταν,
επικεφαλής
μακροοικονομίας της
Amundi, εκτιμά ότι η
Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει
άμεση κρίση χρέους.
Ωστόσο, προειδοποιεί ότι
οι υπερβολικές δαπάνες
σήμερα μπορεί να
δεσμεύσουν τα χέρια των
κυβερνήσεων στο μέλλον.
«Το
πραγματικό μειονέκτημα
είναι ότι η Ευρώπη δεν
θα έχει τον
δημοσιονομικό χώρο να
αντιδράσει σε μελλοντικά
σοκ» λέει. «Οι
κυβερνήσεις δεν μπορούν
να μείνουν αδρανείς,
αλλά στο μέλλον θα
χρειαστεί να λάβουν πολύ
σοβαρά υπόψη τους τις
αναπόφευκτες επιλογές».
Πηγή:
The Wall Street Journal
|