|
Η
ανησυχία επικεντρώνεται
κυρίως στο μέγεθος της
έκθεσης, τόσο εντός όσο
και εκτός Ηνωμένων
Πολιτειών, στις
αμερικανικές μετοχές. Τα
τελευταία δεκαπέντε
χρόνια, τα αμερικανικά
νοικοκυριά έχουν αυξήσει
σημαντικά τις επενδύσεις
τους στο χρηματιστήριο,
ενθαρρυμένα από τις
υψηλές αποδόσεις και την
κυριαρχία των
τεχνολογικών κολοσσών.
Παράλληλα, ξένοι
επενδυτές –ιδίως από την
Ευρώπη– έχουν
διοχετεύσει κεφάλαια σε
αμερικανικά assets,
εκμεταλλευόμενοι και τη
διαχρονική ισχύ του
δολαρίου. Αυτή η στενή
διασύνδεση σημαίνει ότι
μια απότομη πτώση στη
Wall Street θα είχε
πλέον παγκόσμιες
συνέπειες.
Για να
αντιληφθεί κανείς το
πιθανό μέγεθος ενός
τέτοιου πλήγματος, η
Γκόπιναθ εκτιμά ότι μια
διόρθωση αντίστοιχη του
κραχ των dotcom θα
μπορούσε να εξαφανίσει
πάνω από 20
τρισεκατομμύρια δολάρια
πλούτου από τα
αμερικανικά νοικοκυριά —
ποσό που αντιστοιχεί
σχεδόν στο 70% του ΑΕΠ
των ΗΠΑ το 2024. Οι
απώλειες αυτές θα ήταν
πολλαπλάσιες σε σχέση με
εκείνες των αρχών της
δεκαετίας του 2000. Οι
επιπτώσεις στην
κατανάλωση θα ήταν
άμεσες, καθώς η αύξησή
της είναι ήδη
ασθενέστερη από ό,τι προ
του dotcom crash. Ένα
σοκ αυτού του μεγέθους
θα μπορούσε να μειώσει
την καταναλωτική δαπάνη
κατά περίπου 3,5%,
προκαλώντας επιβράδυνση
του ΑΕΠ έως και 2%,
χωρίς να υπολογίζονται
οι επιπτώσεις στις
επενδύσεις.
Οι
διεθνείς επιδράσεις θα
ήταν εξίσου έντονες. Η
Γκόπιναθ επισημαίνει ότι
οι ξένοι επενδυτές θα
μπορούσαν να χάσουν πάνω
από 15 τρισεκατομμύρια
δολάρια –περίπου το 20%
του ΑΕΠ του υπόλοιπου
κόσμου– σε περίπτωση
μεγάλης πτώσης στις
αμερικανικές αγορές. Για
σύγκριση, το κραχ των
dotcom είχε προκαλέσει
απώλειες περίπου 2
τρισεκατομμυρίων
δολαρίων (ή 4 τρισ. με
σημερινές τιμές),
λιγότερες από το 10% του
τότε παγκόσμιου ΑΕΠ
εκτός ΗΠΑ. Αυτή η
δραματική αύξηση των
διασυνδέσεων δείχνει
πόσο ευάλωτη έχει γίνει
πλέον η παγκόσμια ζήτηση
σε σοκ που ξεκινούν από
την Αμερική.
Παραδοσιακά, ο υπόλοιπος
κόσμος διέθετε ένα είδος
«μαξιλαριού ασφαλείας»
μέσω της ανόδου του
δολαρίου στις περιόδους
κρίσης, γεγονός που
μετρίαζε τις απώλειες
πλούτου σε ξένες αγορές.
Ωστόσο, υπάρχουν
ενδείξεις ότι αυτή η
λειτουργία ενδέχεται να
μην επαναληφθεί στο
μέλλον. Παρά τις
προσδοκίες πως οι δασμοί
και η δημοσιονομική
χαλάρωση στις ΗΠΑ θα
ενίσχυαν το δολάριο, το
αμερικανικό νόμισμα έχει
αποδυναμωθεί έναντι των
περισσότερων μεγάλων
νομισμάτων. Αν και αυτό
δεν σημαίνει το τέλος
της ηγεμονίας του,
αποτυπώνει αυξανόμενη
επιφύλαξη των ξένων
επενδυτών και μείωση της
εμπιστοσύνης, καθώς όλο
και περισσότεροι
επιλέγουν να
αντισταθμίσουν τον
συναλλαγματικό κίνδυνο.
Η
επιφυλακτικότητα αυτή
δεν είναι αδικαιολόγητη.
Η ισχύς και η
ανεξαρτησία των
αμερικανικών θεσμών,
ιδίως της Ομοσπονδιακής
Τράπεζας (Fed),
αποτελούν θεμέλιο της
εμπιστοσύνης στο
δολάριο. Ωστόσο, οι
πρόσφατες πολιτικές και
νομικές αμφισβητήσεις
της Fed έχουν αρχίσει να
προκαλούν αμφιβολίες για
το κατά πόσον μπορεί να
λειτουργεί χωρίς
παρεμβάσεις. Αν αυτές οι
ανησυχίες ενταθούν, θα
μπορούσαν να πλήξουν
περαιτέρω την αξιοπιστία
του αμερικανικού
νομίσματος και των
χρηματοοικονομικών
αγορών.
Σε
αντίθεση με το 2000, το
σημερινό διεθνές
περιβάλλον είναι
λιγότερο ευνοϊκό για την
ανάπτυξη. Οι εμπορικοί
δασμοί, οι περιορισμοί
στις εξαγωγές κρίσιμων
πρώτων υλών από την Κίνα
και η γενικευμένη
γεωοικονομική
αβεβαιότητα δημιουργούν
ένα πλαίσιο που
δυσκολεύει την ανάκαμψη.
Με το δημόσιο χρέος σε
πολύ υψηλά επίπεδα, η
δυνατότητα για
δημοσιονομικά κίνητρα
αντίστοιχα με εκείνα της
δεκαετίας του 2000 είναι
περιορισμένη.
Η
κλιμάκωση των εμπορικών
συγκρούσεων εντείνει τον
κίνδυνο. Οι νέοι δασμοί
μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν
επηρεάζουν μόνο το
διμερές εμπόριο αλλά και
ολόκληρο το παγκόσμιο
δίκτυο παραγωγής,
δημιουργώντας πιέσεις
στις αλυσίδες
εφοδιασμού. Η Γκόπιναθ
τονίζει ότι η αποφυγή
πολιτικών που
υπονομεύουν την
ανεξαρτησία των
κεντρικών τραπεζών και η
διατήρηση σταθερών
οικονομικών κανόνων
είναι καθοριστικής
σημασίας για την
αποτροπή μιας βαθιάς
κρίσης. Παράλληλα,
επισημαίνει πως η
ανισορροπία δεν αφορά
μόνο το εμπόριο αλλά και
τους ρυθμούς ανάπτυξης,
καθώς η συγκέντρωση
παραγωγικότητας και
αποδόσεων κυρίως στις
ΗΠΑ έχει καταστήσει πιο
εύθραυστη τη σταθερότητα
των αγορών.
Εάν
άλλες περιοχές
κατορθώσουν να
ενισχύσουν τη δική τους
ανάπτυξη, αυτό θα
μπορούσε να βοηθήσει στη
σταθεροποίηση του
διεθνούς οικονομικού
συστήματος. Στην Ευρώπη,
για παράδειγμα, η
περαιτέρω ενοποίηση της
ενιαίας αγοράς και η
εμβάθυνση της
οικονομικής συνεργασίας
θα μπορούσαν να
λειτουργήσουν ως πόλος
έλξης επενδύσεων. Οι
φετινοί Νομπελίστες
Οικονομίας, προσθέτει,
προσφέρουν ενδιαφέρουσες
προσεγγίσεις για
ενίσχυση της καινοτομίας
και της παραγωγικότητας.
Παρά το γεγονός ότι
κάποια κεφάλαια φαίνεται
να επιστρέφουν σε
αναδυόμενες αγορές, η
τάση αυτή μπορεί να
αποδειχθεί εύθραυστη αν
δεν συνοδευτεί από
βιώσιμη ανάπτυξη.
Συνολικά, η Γκόπιναθ
καταλήγει ότι ένα πιθανό
σημερινό κραχ θα είχε
πολύ ευρύτερες και
βαθύτερες συνέπειες από
εκείνο των dotcom. Ο
πλούτος που βρίσκεται σε
κίνδυνο είναι
πολλαπλάσιος, ενώ τα
διαθέσιμα μέσα πολιτικής
παρέμβασης είναι
περιορισμένα. Οι
διαρθρωτικές αδυναμίες
του παγκόσμιου
οικονομικού συστήματος,
σε συνδυασμό με το κλίμα
γεωπολιτικής αστάθειας,
καθιστούν μια νέα κρίση
όχι μόνο πιθανή αλλά και
δυνητικά παγκόσμιας
κλίμακας.
|