|
Το
αγροτικό εισόδημα
αυξήθηκε στα πρώτα
χρόνια της ΚΑΠ, για να
ακολουθήσει πτωτική
πορεία στη συνέχεια.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι
ότι, τέσσερις δεκαετίες
μετά την ένταξη στο
καθεστώς της ΚΑΠ, οι
αγρότες κινητοποιούνται,
οι καταναλωτές
διαμαρτύρονται για τις
τιμές και η εγχώρια
βιομηχανία παραμένει σε
μεγάλο βαθμό εξαρτημένη
από εισαγόμενες πρώτες
ύλες.
Στο
ερώτημα «πού
κατευθύνθηκαν όλα αυτά
τα κονδύλια;», η εύκολη
–και συχνά λαϊκιστική–
απάντηση αναφέρεται σε
πολυτελή αυτοκίνητα,
ακίνητα ή δαπάνες
επίδειξης. Ένα μέρος των
πόρων ενδεχομένως
πράγματι δαπανήθηκε
έτσι. Το βασικό
πρόβλημα, ωστόσο, ήταν
ότι η χρηματοδότηση της
γεωργίας δεν συνοδεύτηκε
από έναν συνεκτικό
σχεδιασμό και, κυρίως,
από την εφαρμογή μιας
μακροπρόθεσμης
στρατηγικής ανάπτυξης
του αγροτικού τομέα.
Κατά τις
πρώτες δεκαετίες
εφαρμογής της ΚΑΠ, το
αγροτικό εισόδημα
ενισχύθηκε κυρίως μέσω
άμεσων ενισχύσεων και
μηχανισμών στήριξης των
τιμών. Την ίδια στιγμή,
όμως, η ακαθάριστη
προστιθέμενη αξία της
γεωργικής παραγωγής
μειώθηκε, καθώς ο
πρωτογενής τομέας δεν
λειτούργησε με βάση τις
πραγματικές συνθήκες
προσφοράς και ζήτησης.
Αυτή η στρέβλωση
λειτούργησε αποτρεπτικά
για τις επενδύσεις,
ιδίως τις ιδιωτικές, σε
συνδυασμό και με τα
ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια
της περιόδου.
Σύμφωνα
με επεξεργασία στοιχείων
που παρουσιάζεται στη
σχετική μελέτη των Ν.
Μαραβέγια και Γ.
Μέρμηγκα («Η ελληνική
γεωργία προς το 2010»),
την περίοδο 1981-1995 η
ακαθάριστη προστιθέμενη
αξία της γεωργίας
μειωνόταν με μέσο ετήσιο
ρυθμό 2,44%, ενώ το
εισόδημα ανά
απασχολούμενο αυξανόταν
κατά 1,27% ετησίως.
Ιδιαίτερα την περίοδο
1981-1989, το εισόδημα
ανά αγρότη αυξανόταν με
ρυθμό 2,79%.
Οι
άμεσες ενισχύσεις
έφτασαν να υπερβαίνουν
την αξία παραγωγής σε
ορισμένα προϊόντα: στο
βαμβάκι, το 1994 ανήλθαν
στο 171% της ακαθάριστης
αξίας παραγωγής, ενώ στα
δημητριακά, μαζί με τους
μηχανισμούς στήριξης των
τιμών, έφταναν το 68%.
Όταν η ΚΑΠ αναθεωρήθηκε
—υπό το βάρος των
δημοσιονομικών
αδιεξόδων— προς τη
μείωση των ενισχύσεων
και το άνοιγμα στις
εισαγωγές, ο ελληνικός
αγροτικός τομέας βρέθηκε
απροετοίμαστος, καθώς οι
προηγούμενοι πόροι δεν
είχαν κατευθυνθεί σε
παραγωγικές επενδύσεις.
Την
περίοδο 1981-1995, οι
ιδιωτικές επενδύσεις στη
γεωργία μειώνονταν με
μέσο ετήσιο ρυθμό 3,11%,
ενώ οι συνολικές
επενδύσεις (δημόσιες και
ιδιωτικές) υποχωρούσαν
κατά 1,38%. Τα κοινοτικά
πακέτα που ακολούθησαν
επίσης δεν αξιοποιήθηκαν
με τρόπο που να
ενισχύσει την
ανταγωνιστικότητα του
αγροτικού και
αγροδιατροφικού τομέα.
Από το 1995 έως σήμερα,
οι ακαθάριστες
επενδύσεις στη γεωργία
ανήλθαν σε περίπου 51
δισ. ευρώ, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι ήταν
επαρκείς ή αποδοτικές. Η
αναλογία επενδύσεων προς
προστιθέμενη αξία
παραμένει χαμηλή (24,7%
το 2020), σημαντικά κάτω
από τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο (30,5%).
Ο
εκσυγχρονισμός συχνά
περιορίστηκε στην
αντικατάσταση
μηχανολογικού
εξοπλισμού, όπως ένα νέο
τρακτέρ, ενώ το κράτος
δεν επένδυσε επαρκώς σε
κρίσιμες υποδομές ούτε
παρείχε ουσιαστικά
κίνητρα για τη μεγέθυνση
των εκμεταλλεύσεων. Το
75% των αγροτικών
εκμεταλλεύσεων στην
Ελλάδα παραμένει κάτω
από 50 στρέμματα, όταν ο
μέσος όρος στην Ε.Ε.
φτάνει τα 170 στρέμματα.
Παράλληλα, μόλις το 0,7%
των επικεφαλής αγροτικών
εκμεταλλεύσεων διαθέτει
πλήρη αγροτική
κατάρτιση, ενώ σχεδόν 4
στους 10 είναι ηλικίας
άνω των 65 ετών. Οι
αγρότες κάτω των 40 ετών
αποτελούν μόλις το 7,2%
των επικεφαλής
εκμεταλλεύσεων.
Συνεπώς,
στο ερώτημα «πού πήγαν
τα χρήματα;», η απάντηση
είναι ότι σε μεγάλο
βαθμό χάθηκαν λόγω
έλλειψης στρατηγικής.
Έλλειμμα
στρατηγικής και ΚΑΠ «α
λα ελληνικά»
Χρειάστηκαν 35 χρόνια,
μια βαθιά οικονομική
κρίση και μια πανδημία
για να επανέλθει σε
πλεόνασμα το εμπορικό
ισοζύγιο αγροτικών
προϊόντων, σε μια χώρα
όπου η γεωργία
συνεισέφερε πάνω από το
10% του ΑΕΠ έως τις
αρχές της δεκαετίας του
’90. Το γεγονός αυτό
αναδεικνύει με τον πιο
εμφατικό τρόπο τη
διαχρονική απουσία
στρατηγικής ενίσχυσης
της ανταγωνιστικότητας
της ελληνικής γεωργίας,
σε συνδυασμό με τις
στρεβλές εφαρμογές της
ΚΑΠ.
Ενδεικτικά, από
πλεονασματικό το 1985,
το αγροτικό εμπορικό
ισοζύγιο έγινε
ελλειμματικό ήδη από το
1986, με το έλλειμμα να
φτάνει το 1997 τα 280
δισ. δραχμές. Την
περίοδο 2004-2009
ξεπέρασε τα 3 δισ. ευρώ,
για να επανέλθει σε
πλεόνασμα μόλις το 2020,
εξέλιξη που συνεχίστηκε
τα επόμενα χρόνια χάρη
στην αύξηση των
εξαγωγών.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν
και οι κατευθύνσεις της
ΚΑΠ, οι οποίες ενίσχυσαν
την εξάρτηση από
εισαγωγές βασικών
προϊόντων. Η προνομιακή
στήριξη του σκληρού
σίτου, έναντι του
μαλακού, οδήγησε σε
δραστική μείωση της
εγχώριας παραγωγής
αλεύρου, ενώ η
πριμοδότηση του
βαμβακιού και άλλων
βιομηχανικών
καλλιεργειών αλλοίωσε τη
διάρθρωση της παραγωγής.
Η ειρωνεία είναι ότι
πρόκειται για υδροβόρες
καλλιέργειες, την ώρα
που σήμερα αναζητούνται
λύσεις χαμηλών
απαιτήσεων σε νερό.
Παράλληλα, η εφαρμογή
της ΚΑΠ «α λα ελληνικά»,
όπως στην περίπτωση των
οπωροκηπευτικών, όπου η
υποχρεωτική τυποποίηση
δεν εφαρμόστηκε ποτέ,
συνέβαλε στη στρέβλωση
των τιμών από το χωράφι
στο ράφι. Αντίθετα,
εφαρμόστηκε με
υπερβάλλοντα ζήλο το
μέτρο της απόσυρσης, που
τελικά καταργήθηκε το
1996, αφήνοντας πίσω του
στρεβλώσεις και χαμένες
ευκαιρίες.
|