Οι
αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
έγιναν ένα
συμπληρωματικό μέτρο
στήριξης της κεφαλαιακής
επάρκειας των τραπεζών
από το κράτος, πέρα από
τις γνωστές ανακεφαλαιοποιήσεις, το
οποίο πρόσφερε στις
τράπεζες ένα πρόσθετο
«μαξιλάρι», εν είδει
ανταλλάγματος για τη
ζημιά που τους προκάλεσε
το Δημόσιο με το «κούρεμα»
των κρατικών ομολόγων, στο
πλαίσιο του PSI:
Χάνοντας
τη μισή αξία των
ομολόγων που είχαν στα
χαρτοφυλάκιά τους, μέσα
από μια (θεωρητικά...)
εθελοντική διαδικασία
αναδιάρθρωσης χρέους, οι
τράπεζες υπέστησαν
ζημιές που ξεπέρασαν τα
27 δισ. ευρώ.
Το
Δημόσιο, με νόμο που
ψηφίσθηκε το 2013, όταν
υπουργός Οικονομικών
ήταν ο σημερινός
πρόεδρος της Εθνικής
Τράπεζας, Γκίκας
Χαρδούβελης, δέχθηκε
να αποσβέσουν οι
τράπεζες σταδιακά τη
ζημιά αυτή ως και το
2040 μέσα από επιστροφές
φόρων που θα
λαμβάνουν από το Δημόσιο
με σταθερό συντελεστή
29% επί των ετήσιων
κερδών τους.
Με βάση
κοινούς ευρωπαϊκούς
κανόνες, έγινε δεκτό ότι
αυτές οι αναβαλλόμενες
επιστροφές φόρων, τα DTCs
(Deferred Tax Credits) μπορούν
να αθροίζονται στα βασικά
κεφάλαια των τραπεζών, παρέχοντάς
τους μια σημαντική
στήριξη.
Δίκοπο
μαχαίρι...
Ουσιαστικά, πρόκειται
για μια ρύθμιση μέσω της
οποίας επιστρέφονται από
το Δημόσιο στις τράπεζες
όσα αυτές έχασαν με το
PSI, προκειμένου να
αποτραπεί η άτακτη
χρεοκοπία της χώρας.
Ωστόσο, δεν πρόκειται
για μια διευθέτηση
χωρίς προβλήματα. Το
σοβαρότερο είναι ότι οι
τράπεζες «δεσμεύονται»,
τρόπον τινά, να
έχουν κέρδη συνεχώς για
μια μεγάλη χρονική
περίοδο, για να μπορεί
να γίνεται η απόσβεση
του DTC (επιστροφή φόρου
χωρίς κέρδη δεν
υπάρχει).
Σε
αντίθετη περίπτωση, θα
πρέπει, σύμφωνα με τον
νόμο (που μέχρι τώρα
έχει εφαρμοσθεί μόνο
στην περίπτωση της Attica
Bank), να
καλύψει το κράτος το
DTC, εισφέροντας
ποσό που αντιστοιχεί στο
29% των ζημιών της
τράπεζας και
λαμβάνοντας, έναντι του
ποσού αυτού, μετοχές.
Κάτι που σημαίνει,
βεβαίως, ότι ζημιώνονται
οι ιδιώτες
μέτοχοι από την
αραίωση (dilution) της
συμμετοχής τους.
Όπως το
έχει εξηγήσει στο
παρελθόν (2021) ο
διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος, Γιάννης
Στουρνάρας,
«Παραμένει άλυτο το
πρόβλημα της διάρθρωσης
των εποπτικών κεφαλαίων,
πολύ μεγάλο μέρος των
οποίων (περίπου 55%)
είναι με τη μορφή της
Αναβαλλόμενης
Φορολογικής Απαίτησης
(DTCs), η οποία δεν
είναι καταβεβλημένο
κεφάλαιο, αλλά μία
δέσμευση, βάσει νόμου,
του Δημοσίου ότι (α) σε
περίπτωση κερδοφόρου
χρήσης των τραπεζών
αυτές δεν θα πληρώνουν
φόρο εισοδήματος μέχρι
να εξαντληθεί το ποσό
της αναβαλλόμενης
φορολογικής απαίτησης
και (β)
σε περίπτωση ζημιάς θα
πραγματοποιείται αύξηση
κεφαλαίου υπέρ του
Δημοσίου».
Τα DTCs
έγινε «πονοκέφαλος» για
τις τραπεζικές
διοικήσεις, όταν
κλήθηκαν να
εξυγιάνουν τα
χαρτοφυλάκια δανείων με
γρήγορους ρυθμούς μέσω
των τιτλοποιήσεων με τις
κρατικές εγγυήσεις του
σχεδίου «Ηρακλής», καθώς
οι τιτλοποιήσεις προκαλούσαν
ζημιές και
αυτές, με τη σειρά τους,
θα μπορούσαν να
οδηγήσουν σε
ενεργοποίηση του νόμου
για το DTC, δηλαδή στη
συμμετοχή του κράτους σε
αυξήσεις κεφαλαίων. Για
να ξεπερασθεί αυτό το
πρόβλημα, επινοήθηκε η
λύση της διάσπασης
σε δύο εταιρικές
οντότητες, την
οποία ακολούθησαν τρεις
στις τέσσερις συστημικές
τράπεζες (πλην της
Εθνικής).
Το
πρόβλημα για τους
μετόχους
Σε κάθε
περίπτωση, η μεγάλη
συμμετοχή του DTC στα
ίδια κεφάλαια των
τραπεζών πάντα
αποτελούσε μια πηγή
προβληματισμού για τους
επενδυτές, εκτός
των άλλων και επειδή
λαμβάνεται υπόψη από
τον Εποπτικό
Μηχανισμό της ΕΚΤ για
την έγκριση των διανομών
στους μετόχους.
Προφανώς, για μια
τράπεζα που σχεδόν τα
μισά της κεφάλαια
αντιστοιχούν σε DTC και
όχι σε «κανονικό»
κεφάλαιο, ο Εποπτικός
Μηχανισμός είναι
υποχρεωμένος να
παρέχει με φειδώ την
έγκρισή του για διανομές
στους μετόχους.
Εξηγώντας τη λογική που
εφαρμόζουν οι επόπτες, ο
Γ. Στουρνάρας είχε
δηλώσει, σχετικά με τις
διανομές μερισμάτων: «Χρειάζεται
αναλογικότητα. Μεταξύ
του 0 και του 100
υπάρχει και το 50, δεν
μπορείς να μην δώσεις
τίποτα, ούτε όμως να
δώσεις 100. Διότι
οι συστημικές τράπεζες
έχουν υψηλή αναβαλλόμενη
φορολογία και πρέπει να
θωρακιστούν για το
μέλλον».
Όπως
εξηγούσε, περαιτέρω, η
ΤτΕ στην τελευταία
έκθεση για τη
Χρηματοπιστωτική
Σταθερότητα, που
σημειωτέον συντάχθηκε
πριν οι τράπεζες
αποφασίσουν την
επιτάχυνση της απόσβεσης
του DTC,
Η ποιότητα των εποπτικών
ιδίων κεφαλαίων των
ελληνικών τραπεζών
παραμένει χαμηλή, καθώς
τον Ιούνιο του 2024 οι
οριστικές και
εκκαθαρισμένες
αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
(Deferred Tax Credits -
DTCs) ανέρχονταν σε 12,5
δισεκ. ευρώ,
αντιπροσωπεύοντας το 41%
των συνολικών εποπτικών
ιδίων κεφαλαίων (από 44%
το Δεκέμβριο του 2023)
και το 50% των συνολικών
κεφαλαίων κοινών μετοχών
της κατηγορίας 1 (CET1
capital, από 53% το
Δεκέμβριο του 2023).
Το
σχέδιο «Επιτάχυνση»
Οι
τραπεζικές διοικήσεις
έλαβαν υπόψη τους
πολλούς παράγοντες πριν
αποφασίσουν να
ενεργοποιήσουν το σχέδιο
«Επιτάχυνση» για την
απόσβεση του DTC. Ο
κυριότερος είναι ότι όχι
μόνο έχουν φέτος
κερδοφορία που ξεπερνά
αρκετά τις αρχικές
προβλέψεις, αλλά
και μεσοπρόθεσμα
(τουλάχιστον έως το
2027) η κερδοφορία τους
θα παραμείνει υψηλή,
δημιουργώντας σημαντικά
πλεονάσματα κεφαλαίων,
επαρκή για να δοθούν μερίσματα στους
μετόχους που θα
συγκρίνονται με τα
αντίστοιχα των τραπεζών
της Ευρώπης, αλλά και
για να
χρηματοδοτηθεί με άνεση
η επέκτασή τους, μέσω
νέων χορηγήσεων ή και με
εξαγορές.
Θεωρητικά, οι διοικήσεις
θα μπορούσαν να μπουν σε
μια διαπραγμάτευση με
τους επόπτες για να
επιτραπεί η αύξηση των
συντελεστών διανομής
προς τους μετόχους,
χωρίς να αλλάξει κάτι
στο πλάνο απόσβεσης του
DTC. Όμως, αυτή θα ήταν
μια επίπονη διαδικασία,
που θα έπρεπε να
επαναλαμβάνεται σε
ετήσια βάση και με τον
Εποπτικό Μηχανισμό να
έχει δείξει εξαρχής ότι θα
εξαντλεί την αυστηρότητά
του, όσο θα
υπάρχει η εκκρεμότητα με
την απόσβεση των
αναβαλλόμενων
φορολογικών απαιτήσεων.
Για να
ξεπερασθεί αυτή η
εμπλοκή, οι τράπεζες
ακολούθησαν την πιο απλή
και στρωτή διαδικασία,
κάνοντας μια πρόταση που
ο SSM δεν θα μπορούσε να
αρνηθεί: να
αυξήσουν σημαντικά τον
συντελεστή διανομής,
αυξάνοντας αντίστοιχα,
με βάση τον συντελεστή
υπολογισμού του DTC που
είναι 29%, και την
απόσβεση των
αναβαλλόμενων
φορολογικών πιστώσεων.
Με ένα
απλοϊκό παράδειγμα, αυτό
σημαίνει ότι για κάθε
100 εκατ. ευρώ που θα
διανέμουν οι τράπεζες
στους μετόχους, θα
«βάζουν στην άκρη» από
τα κεφάλαιά τους 29
εκατ. ευρώ, τα
οποία θα πηγαίνουν στην
απόσβεση του DTC
επιπρόσθετα από όσα
υπολογίζονταν εξαρχής.
Αυτό σημαίνει ότι το DTC
θα «σβήσει» περίπου οκτώ
χρόνια νωρίτερα από τον
αρχικό προγραμματισμό
(2041).
Όπως
έγραψε ο οίκος
πιστοληπτικής
αξιολόγησης S&P σε
σημείωμά του για το
θέμα,
«Οι
ελληνικές τράπεζες έχουν
ανακοινώσει το σχέδιό
τους για γρήγορη
απόσβεση των
αναβαλλόμενων
φορολογικών απαιτήσεων, «χτίζοντας»
πάνω στη δυναμική της
κερδοφορίας τους. Τα
DTCs ήταν αρχικά
προγραμματισμένο να
αποσβεσθούν πλήρως ως το
2041, αλλά οι τράπεζες
τώρα σχεδιάζουν μια
ετήσια επιπλέον απόσβεση
130 - 190 εκατ. ευρώ,
που αντιστοιχεί στο 29%
των σχεδιαζόμενων
διανομών στους μετόχους.
Αυτή
η επιτάχυνση θα πρέπει
να ανοίξει τον δρόμο για
τη δημιουργία μιας πιο καθαρής
κεφαλαιακής βάσης, εξαφανίζοντας
πλήρως τα DTCs μέχρι το
2032 - 2034 και
φέρνοντας το ποσοστό
συμμετοχής των DTCs στον
βασικό κεφαλαιακό δείκτη
(CET1) έως το 2027 στο
20% για τη Eurobank, σε
περίπου 25% για την
Alpha Bank και την
Εθνική Τράπεζα και σε
30% για την Πειραιώς.
Αυτό που
ενδιαφέρει, βεβαίως,
περισσότερο τους
μετόχους είναι ότι η
επιτάχυνση της απόσβεσης
των DTCs θα συμβαδίσει
με την αύξηση των δικών
τους ανταμοιβών σε
μετρητά και επαναγορά
μετοχών. Από το
2025 (κέρδη του 2024) η Eurobank θα
ανεβάσει τον συντελεστή
διανομής στο 50%, η Εθνική στο
40% και οι Πειραιώς και Alpha στο
35%, με την προοπτική οι
συντελεστές να φθάσουν
για όλες τις τράπεζες
το 50% από
το 2026.
Πηγή:
Business Daily
|