|
Σύμφωνα
με το
Bloomberg,
μια αρνητική έκβαση στη
ψηφοφορία θα ανέδειχνε
την αδυναμία του
καγκελάριου να επιβάλει
πειθαρχία στην
κοινοβουλευτική του
ομάδα και θα μπορούσε να
προκαλέσει σοβαρή ζημιά
στην ικανότητα της
κυβέρνησης να νομοθετεί.
Η
συμπρόεδρος του
SPD,
Baerbel
Bas,
υπαινίχθηκε ότι
ενδεχόμενη απόρριψη του
νομοσχεδίου θα μπορούσε
να σημάνει το τέλος του
συνασπισμού. Ένα τέτοιο
ενδεχόμενο θα οδηγούσε
πιθανώς σε πρόωρες
εκλογές, σε μια περίοδο
όπου το ακροδεξιό
AfD
προηγείται στις
δημοσκοπήσεις,
ενισχυόμενο από την
ανησυχία των πολιτών για
τη στασιμότητα της
οικονομίας.
Οι
μεγάλες διαφορές θέσεων
σε καίρια ζητήματα
δυσκολεύουν τον
Merz
και τους εταίρους του να
πείσουν ότι μπορούν να
υλοποιήσουν τις
δεσμεύσεις τους για
ενίσχυση της ανάπτυξης,
βελτίωση της εθνικής
ασφάλειας και αναβάθμιση
των υποδομών.
Αν και ο
επιχειρηματικός κόσμος
αντιμετωπίζει θετικά
ορισμένες κυβερνητικές
πρωτοβουλίες, επικρίνει
τον
Merz
και το επιτελείο του για
έλλειψη
αποφασιστικότητας και
αίσθησης επείγοντος όσον
αφορά την αποκατάσταση
της διεθνούς
ανταγωνιστικότητας της
Γερμανίας.
Ο
Peter
Leibinger,
πρόεδρος της πανίσχυρης
βιομηχανικής ένωσης
BDI,
προειδοποίησε ότι το
σύνολο της γερμανικής
βιομηχανίας – από τον
κλάδο της
αυτοκινητοβιομηχανίας
έως τα χημικά –
βρίσκεται σε εξαιρετικά
δυσμενή θέση. «Η
οικονομία βυθίζεται και
η κυβέρνηση δεν
ανταποκρίνεται με την
απαιτούμενη
αποφασιστικότητα»,
τόνισε. «Κάθε μήνας
χωρίς ουσιαστικές
διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις
συνεπάγεται απώλεια
θέσεων εργασίας,
συρρίκνωση της ευημερίας
και σημαντικό περιορισμό
των μελλοντικών
δημοσιονομικών
περιθωρίων».
Τυχόν
κατάρρευση του
συνασπισμού θα συνέπιπτε
με μια κρίσιμη συγκυρία
για την οικονομία, η
οποία συρρικνώθηκε το
2023 και το 2024 και
εμφανίζει οριακή
ανάπτυξη το τρέχον έτος.
Μετά τις
εκλογές του Φεβρουαρίου
και τη χαλάρωση των
δημοσιονομικών κανόνων
για το χρέος, οι αρχικές
προσδοκίες ότι η
Γερμανία θα επανέλθει
στον ρόλο της
«ατμομηχανής» της
Ευρώπης έχουν ατονήσει.
Μόλις τον περασμένο
μήνα, οι σύμβουλοι του
Merz
αναθεώρησαν πτωτικά τις
προβλέψεις τους για την
ανάπτυξη του 2026 σε
επίπεδα κάτω του 1%.
Το ΔΝΤ,
από την πλευρά του,
προειδοποιεί ότι η
Γερμανία εξακολουθεί να
κινδυνεύει με χαμηλές
επιδόσεις και θα
χρειαστεί ριζικές
μεταρρυθμίσεις
προκειμένου να
διασφαλίσει
μακροπρόθεσμη ευημερία.
Το
συνταξιοδοτικό σύστημα,
το οποίο δοκιμάζεται από
τη συνεχή αύξηση των
συνταξιούχων, αποτελεί
καθοριστικό ζήτημα για
τους ψηφοφόρους αλλά
ταυτόχρονα πηγή έντασης
μεταξύ των νεότερων
γενεών, που θεωρούν ότι
επωμίζονται δυσανάλογο
βάρος για παροχές τις
οποίες ενδέχεται οι
ίδιοι να μην απολαύσουν.
Το
νομοσχέδιο προβλέπει
διασφάλιση των συντάξεων
έως το 2031 και επιπλέον
εγγυήσεις για το
εισόδημα των
συνταξιούχων και μετά.
Το σύστημα βασίζεται σε
υποχρεωτικές εισφορές
των εργαζομένων, αλλά η
αναλογία εργαζομένων
προς συνταξιούχους
μειώνεται σταθερά,
αυξάνοντας το κόστος που
καλείται να καλύψει
ομοσπονδιακός
προϋπολογισμός.
Οι
προοπτικές για δαπάνες
δισεκατομμυρίων ευρώ
προκάλεσαν την αντίδραση
των νεότερων βουλευτών
του
CDU,
που υποστηρίζουν ότι το
βάρος μεταφέρεται
αδικαιολόγητα στις
επόμενες γενιές. Στο
πλαίσιο αυτό, ο
Merz
έχει αναθέσει σε
επιτροπή ειδικών να
επεξεργαστεί προτάσεις
για βαθύτερες
μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο,
ο επικεφαλής
οικονομολόγος της
Berenberg,
Holger
Schmieding,
θεωρεί απίθανη την πτώση
της κυβέρνησης. Όπως
σημειώνει, «οι
διαθέσιμες εναλλακτικές
– είτε μια ασταθής
κυβέρνηση μειοψηφίας του
CDU/CSU
υπό τον
Merz
είτε πρόωρες εκλογές –
είναι εξαιρετικά
δυσάρεστες για σχεδόν
όλα τα μέλη του
σημερινού συνασπισμού».
Συνεπώς, εκτιμά ότι οι
κυβερνητικοί εταίροι θα
επιδιώξουν λύση για να
αποφύγουν τη ρήξη.
|