|
Και δεν
ήταν μόνο οι Καναδοί: Η
συνολική εισροή ξένων
επισκεπτών στα μεγάλα
αεροδρόμια των ΗΠΑ
κατέγραψε μείωση της
τάξης του 20% στα τέλη
του προηγούμενου μήνα,
συγκριτικά με την
αντίστοιχη περσινή
περίοδο. Όπως αναφέρει
το
CNN,
αυτή η πτώση προκαλεί
σοβαρές ανησυχίες για
την τουριστική
βιομηχανία της Αμερικής,
η οποία έχει αξία που
υπερβαίνει τα 2
τρισεκατομμύρια δολάρια.
Παράλληλα, και η ζήτηση
για αμερικανικά προϊόντα
παρουσιάζει κάμψη —
ιδιαίτερα στην Κίνα,
όπου οι δασμοί ύψους
145% που επέβαλε η
κυβέρνηση Τραμπ έχουν
πυροδοτήσει αντιδράσεις.
Το Πεκίνο προχώρησε σε
αναστολή όλων των
παραδόσεων αεροσκαφών
και ανταλλακτικών από
την
Boeing,
στοχεύοντας μια εταιρεία
που υποστηρίζει άμεσα ή
έμμεσα περίπου 1,6
εκατομμύρια θέσεις
εργασίας στις ΗΠΑ.
Ανεξάρτητα από το αν
πρόκειται για μια
διαπραγματευτική κίνηση
ή για ένα μακροπρόθεσμο
μποϊκοτάζ, η εξέλιξη
αυτή είναι αρνητική για
την
Boeing
— μια εταιρεία που δεν
έχει καταγράψει κέρδη
εδώ και πέντε χρόνια.
Όπως επισημαίνει το
CNN,
η κατάσταση ευνοεί άμεσα
την ευρωπαϊκή
ανταγωνίστριά της,
Airbus.
Το
πλήγμα, ωστόσο, δεν
περιορίζεται στην
αεροναυπηγική. Ο
οικονομικός πόλεμος
ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα
έρχεται σε μια συγκυρία
όπου οι αμερικανικές
μάρκες, όπως η
Apple,
η
Nike,
η
Tesla
και η
Starbucks,
χάνουν έδαφος στην
κινεζική αγορά, καθώς οι
καταναλωτές στρέφονται
όλο και περισσότερο σε
εγχώρια προϊόντα.
«Υπάρχει
σημαντικός κίνδυνος για
τις αμερικανικές μάρκες
και τους παραγωγούς στις
παρούσες συνθήκες – τόσο
άμεσος, εξαιτίας των
κυβερνητικών αντιποίνων,
όσο και έμμεσος, από την
αρνητική στάση των
καταναλωτών απέναντι σε
αμερικανικά προϊόντα
γενικότερα», εξηγεί στο
CNN
ο
John
Gilbert,
καθηγητής οικονομικών
στο Πανεπιστήμιο της
Γιούτα. «Ο κόσμος
θυμάται – δεν είμαι
βέβαιος κατά πόσο αυτό
θα ξεχαστεί, ακόμα κι αν
τελικά υπάρξει κάποια
διπλωματική συμφωνία».
Ωστόσο,
η πιο άμεση και ίσως
σοβαρότερη συνέπεια της
εμπορικής πολιτικής του
προέδρου Τραμπ είναι η
αναταραχή στην αγορά των
αμερικανικών κρατικών
ομολόγων.
Σε
περιόδους αστάθειας, οι
επενδυτές συνήθως
στρέφονται στα
αμερικανικά ομόλογα ως
ασφαλές καταφύγιο. Αυτή
τη φορά, δεν συνέβη κάτι
τέτοιο. Τα ομόλογα, που
κατά κανόνα θεωρούνται
σταθερές και χαμηλού
ρίσκου επενδύσεις,
άρχισαν να
συμπεριφέρονται σαν
μεταβλητοί και
επισφαλείς τίτλοι — μια
ένδειξη ότι οι αγορές
αμφισβητούν την
ικανότητα των ΗΠΑ να
εξυπηρετήσουν το χρέος
τους και να
διαχειριστούν με
επάρκεια την οικονομία
τους.
Ταυτόχρονα, η αξία του
δολαρίου υποχωρεί,
επιβεβαιώνοντας πως οι
επενδυτές αποφεύγουν
πλέον ένα μέσο που
θεωρούνταν παραδοσιακά
ασφαλές.
«Θεωρώ
πως πρόκειται για ένα
από τα μεγαλύτερα
‘αυτογκόλ’ της Αμερικής
όσον αφορά την
αξιοπιστία της στις
χρηματοπιστωτικές αγορές
που έχω δει ποτέ»,
ανέφερε στο
CNN
η
Heidi
Crebo-Rediker,
ανώτερη ερευνήτρια στο
Council
on
Foreign
Relations.
«Μπορεί κάποιος να πει
ότι η παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση
έπληξε την αξιοπιστία
των ΗΠΑ, αλλά αυτή είναι
μια διαφορετική
περίπτωση… Η πανδημία
ήταν εξωτερικό σοκ. Αυτό
είναι μια κρίση που
προήλθε από τον ίδιο τον
Λευκό Οίκο».
|