Όπως
σχολιάζει ο Ο.Τ.,
υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ
από τον περασμένο Ιούνιο
έχει μειώσει τους
παρεμβατικούς της
δείκτες αθροιστικά κατά
75 μονάδες βάσης και
ετοιμάζεται για συνεχείς
περικοπές τους από τον
ερχόμενο μήνα, σύμφωνα
με εκτιμήσεις αναλυτών.
«Μπαίνουμε σε μία νέα
φάση για τον τραπεζικό
κλάδο, κατά τη διάρκεια
του οποίου τα επιτοκιακό
εισόδημα από το
υφιστάμενο απόθεμα
δανείων θα οδηγηθεί σε
χαμηλότερα επίπεδα»
τονίζει τραπεζική πηγή.
Στο
πλαίσιο αυτό,
συμπληρώνει, «οι
τραπεζικές διοικήσεις
σχεδιάζουν τη στρατηγική
των επόμενων μηνών με
γνώμονα την αναπλήρωση
των αναπόφευκτων
απωλειών στα έσοδα με
διάφορους τρόπους. Ένας
από αυτούς, αποτελεί η
συγκράτηση των εξόδων
και όπου αυτό είναι
εφικτό η μείωσή τους».
Δύσκολη
άσκηση
Όπως
εξηγεί, «η άσκηση
σίγουρα δεν είναι
εύκολη, καθώς στον
τρέχοντα κύκλο ανάπτυξης
των πιστωτικών ιδρυμάτων
ζητούμενο αποτελεί η
αύξηση της παραγωγής».
Oι
τράπεζες θα συνεχίσουν
τα προγράμματα
εθελουσίας εξόδου
Ωστόσο,
στα ανώτερα διοικητικά
κλιμάκια των συστημικών
ομίλων πιστεύουν πως
υπάρχουν ακόμη εστίες
δαπανών που μπορούν να
ελεγχθούν, συμβάλλοντας
προς την κατεύθυνση
επίτευξης του στόχου
διατήρησης των καθαρών
κερδών στα πολυετή υψηλά
του 2024 και κατά την
περίοδο του φθηνότερου
χρήματος».
Σε αυτή
τη λογική οι τράπεζες θα
συνεχίσουν τα
προγράμματα εθελουσίας
εξόδου, με την Εθνική να
είναι η επόμενη που θα
ενεργοποιήσει άμεσα μία
νέα δράση, ενώ
λαμβάνονται μέτρα για
τον περιορισμό των πάσης
φύσεως γενικών δαπανών
λειτουργίας.
Συνδυαστικά με τη μείωση
των εξόδων για τόκους
από καταθέσεις και
ομόλογα, οι διοικήσεις
τους ευελπιστούν ότι το
ισοζύγιο κατά τη φάση
αποκλιμάκωσης των
επιτοκίων θα είναι
τουλάχιστον
ισοσκελισμένο ως προς το
καθαρό τους αποτέλεσμα.
Τα
στοιχεία εννεαμήνου
Σύμφωνα
με τα στοιχεία
εννεαμήνου 2024 που
παρουσιάστηκαν τις
προηγούμενες ημέρες, οι
συνολικές λειτουργικές
δαπάνες των τεσσάρων
συστημικών ομίλων
διαμορφώθηκαν λίγο πάνω
από τα 2,5 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για επίπεδα
ουσιαστικά αμετάβλητα σε
σχέση με την αντίστοιχη
περυσινή περίοδο,
επίδοση που συνιστά
επιτυχία λόγω του υψηλού
ακόμη πληθωρισμού.
Επιπλέον, τα εφετινά
μεγέθη έχουν επηρεαστεί
από την ενοποίηση της
Ελληνικής Τράπεζας
Κύπρου στον
όμιλο Eurobank, χωρίς τα
οποία το πρόσημο θα ήταν
αρνητικό.
Από την
άλλη, τα έξοδα για το
προσωπικό ανήλθαν την
περίοδο Ιανουαρίου –
Σεπτεμβρίου 2024 σε 1,06
δισ. ευρώ έναντι 1,19
δισ. ευρώ το αντίστοιχο
διάστημα του 2023.
Σημείωσαν δηλαδή ετήσια
πτώση της τάξης του 10%,
με τις τράπεζες να
επωφελούνται από τις
δράσεις οικειοθελούς
αποχώρησης εργαζομένων
που έτρεξαν τα
προηγούμενα χρόνια.
Αυτές
συνδυάστηκαν με
προσλήψεις νέου
προσωπικού, με κατά
κανόνα χαμηλότερες σε
σχέση με τους
αποχωρήσαντες αποδοχές.
Αναλυτικότερα, από το
τέλος του 2022 και μέσα
σε 21 μήνες οι τέσσερις
μεγάλοι του κλάδου έχουν
μειώσει τον αριθμό των
εργαζομένων τους κατά
1.200 άτομα ή 5%
περίπου.
Αντίστοιχα, ο αριθμός
των καταστημάτων έχει
μειωθεί κατά 4% ή κατά
50 μονάδες περίπου,
καθώς το μεγαλύτερο
μέρος του σχεδίου
αναδιάρθρωσης του
δικτύου ολοκληρώθηκε το
2022.
Πλέον,
έχει διαμορφωθεί σε ένα
βέλτιστο επίπεδο για να
υποστηρίξει τις εργασίες
των τραπεζών,
λειτουργώντας ως
σύνδεσμος με τις τοπικές
αγορές για την
προσέλκυση πελατών και
τη διάθεση προϊόντων και
υπηρεσιών υψηλής
προστιθέμενης αξίας.
|