Ειδικότερα, όλες οι
τράπεζες προχώρησαν από
την περασμένη άνοιξη και
μέσα στο καλοκαίρι σε
περικοπές των αποδόσεων
που προσφέρουν στους
πελάτες τους, ενώ οι
αναπροσαρμογές
συνεχίστηκαν και το
φθινόπωρο, σε συνέχεια
των δύο κινήσεων
αποκλιμάκωσης των
ευρωπαϊκών παρεμβατικών
δεικτών το Σεπτέμβριο
και τον Οκτώβριο.
Μετά από
αυτές τις αλλαγές, το
ετησιοποιημένο όφελος
που μπορούν να πετύχουν
σήμερα οι αποταμιευτές
μέσω λογαριασμών
προθεσμίας έχει
περιοριστεί σημαντικά.
Οι
αποδόσεις
Επιπλέον, όσο μεγαλύτερο
είναι το διάστημα της
δέσμευσης, τόσο
χαμηλότερο είναι το
επιτόκιο, εξέλιξη
αναμενόμενη λόγω της
πτωτικής τροχιάς στην
οποία έχει εισέλθει το
κόστος χρήματος.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι για
κατάθεση ύψους 50.000
ευρώ η οροφή στα
προϊόντα των τεσσάρων
συστημικών ομίλων
διαμορφώνεται πλέον στο
1,3% για 3 μήνες, στο
1,2% για 6 μήνες και στο
1,3% για 12 μήνες, με
την πλειονότητα ωστόσο
των προγραμμάτων να
δίνουν επιτόκια που δεν
ξεπερνούν το 1%.
Τα
τρέχοντα επιτόκια σε
λίγους μήνες δεν θα
είναι διαθέσιμα στους
αποταμιευτές, καθώς η
ΕΚΤ θα συνεχίσει να
μειώνει το κόστος του
χρήματος
Αυτό
σημαίνει ότι όσοι
διατηρούν σήμερα χρήματα
σε λογαριασμό προθεσμίας
που άνοιξαν το
προηγούμενο διάστημα,
μετά τη λήξη του θα
έχουν περιορισμένες
επιλογές για την
εξασφάλιση ενός
ικανοποιητικού
εισοδήματος χωρίς κανένα
ρίσκο.
Σύμφωνα
με τραπεζική πηγή δε,
ακόμη και τα τρέχοντα
επιτόκια σε λίγους μήνες
δεν θα είναι διαθέσιμα
στους αποταμιευτές,
καθώς η ΕΚΤ θα συνεχίσει
να μειώνει το κόστος του
χρήματος.
Το νέο
περιβάλλον
Με λίγα
λόγια, από το 2025, η
τοποθέτηση καταθέσεων σε
προϊόντα προσυμφωνημένης
διάρκειας, θα έχει νόημα
μόνο για «παρκάρισμα»
μετρητών.
Σε αυτό
το νέο περιβάλλον, οι
τράπεζες θα επιχειρήσουν
να αυξήσουν τις πωλήσεις
εναλλακτικών προϊόντων.
Γενικός
διευθυντής συστημικού
ομίλου παραδέχεται πως
«πρόκειται για μία
δύσκολη άσκηση, καθώς η
μεγάλη πλειονότητα των
καταθετών δεν έχει
αποταμιευτική
κουλτούρα».
Με τη
μείωση των επιτοκίων στα
προϊόντα σταθερού
εισοδήματος, δίνεται μία
ευκαιρία στις τράπεζες
να εκπαιδεύσουν τους
καταθέτες να αναλάβουν
μεγαλύτερο ρίσκο
Όπως
εξηγεί, «μπορεί την
τελευταία διετία να
είδαμε μία στροφή σε
αμοιβαία κεφάλαια,
ωστόσο θεωρώ πως αυτή η
επιλογή ήταν περισσότερο
συγκυριακή και δεν
υποδηλώνει κάποια
γενικότερη αλλαγή στάσης
των πελατών μας σε
θέματα αξιοποίησης της
κινητής τους
περιουσίας».
Συμπληρώνει ωστόσο, πως
«με τη μείωση των
επιτοκίων στα προϊόντα
σταθερού εισοδήματος,
δίνεται μία ευκαιρία
στις τράπεζες να
εκπαιδεύσουν τους
καταθέτες, οι οποίοι θα
πρέπει να
συνειδητοποιήσουν ότι
πως για να εξασφαλίσουν
μία αξιοπρεπή απόδοση,
θα πρέπει να αναλάβουν
και ρίσκο».
Νέες
υπηρεσίες
Σε αυτή
τη λογική, οι τέσσερις
συστημικοί όμιλοι έχουν
επεκτείνει τις
συνεργασίες τους με
διεθνείς οίκους και
έχουν δημιουργήσει
υπηρεσίες διαχείρισης
που απευθύνονται στο
σύνολο του πελατολογίου
τους.
Όπως
αναφέρει σχετικά
τραπεζικό στέλεχος,
«μέσω των νέων
υπηρεσιών, ακόμη και
κάποιος με μόλις 5.000
ευρώ στην άκρη, μπορεί
να έχει πρόσβαση στις
αγορές, όπως και ένα
πελάτης που ανήκει στην
κατηγορία του private
banking».
Ειδικότερα, στο πλαίσιο
των προγραμμάτων αυτών,
τα προς αποταμίευση
χρήματα τοποθετούνται σε
έτοιμα επενδυτικά
χαρτοφυλάκια, ανάλογα με
το προφίλ του καθενός,
την προσδοκία του δηλαδή
για απόδοση και την
ανοχή του στον κίνδυνο.
Η
διαφορά σε σχέση με τα
κλασικά αμοιβαία
κεφάλαια είναι ότι τα
χαρτοφυλάκιά αυτά
παρακολουθούνται από
τους διαχειριστές σε
τακτικότερη βάση,
ανάλογα με τις συνθήκες
στις αγορές και
αναπροσαρμόζονται
κατάλληλα, ώστε να μην
αλλοιωθεί η σχέση
κινδύνου – απόδοσης που
έχει επιλέξει ο εκάστοτε
επενδυτής.
Το
μεγάλο στοίχημα
Σύμφωνα
με τραπεζική πηγή, η
αύξηση των εργασιών στο
συγκεκριμένο τομέα
αποτελεί το μεγάλο
στοίχημα για τους
εγχώριους ομίλους, στο
πλαίσιο της στρατηγικής
τους για αναπλήρωση από
μη τοκοφόρες εργασίες,
των απωλειών σε έσοδα
λόγω των χαμηλότερων
επιτοκίων .
Η
πρόοδος που έχει
επιτευχθεί μέχρι σήμερα
είναι αξιοσημείωτη,
οδηγώντας στην αύξηση
της συμμετοχής των
κερδών από προμήθειες
στο συνολικό οργανικό
εισόδημα στη ζώνη του
20% από 15% μέχρι πριν
λίγα χρόνια, ωστόσο η
απόσταση από το μέσο
ευρωπαϊκό όρο παραμένει
μεγάλη.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|