Υπενθυμίζεται ότι
η ΕΚΤ έχει προχωρήσει
από τον περασμένο Ιούνιο
σε τρεις περικοπές των
παρεμβατικών της
δεικτών, συνολικού ύψους
75 μονάδων βάσης, ενώ
ετοιμάζεται για μία
ακόμη κίνηση τον
ερχόμενο Δεκέμβριο, που
θα διαμορφώσει το
επιτόκιο διευκόλυνσης
αποδοχής καταθέσεων κατά
πάσα πιθανότητα στο 3%
έναντι υψηλού 4% κατά
την περίοδο Σεπτέμβριος
2023 – Μάιος 2024.
Όπως
γράφει και ο Άγης Μάρκου
στον Οικονομικό
Ταχυδρόμο, η εξέλιξη
αυτή έχει επιδράσει ήδη
πτωτικά στους
δείκτες euribor, μηνός
και τριμήνου, με τους
οποίους είναι
συνδεδεμένη η
πλειονότητα του
υφιστάμενου αποθέματος
χορηγήσεων.
Συγκεκριμένα, από τα
υψηλά τους νωρίτερα μέσα
στη χρονιά υποχωρούν
πλέον κατά 75 – 90
μονάδες βάσης και έπεται
συνέχεια.
Οι
μειώσεις θα συνεχιστούν
και το 2025, με τους
αναλυτές να αναμένουν 3
– 4 νέες αποφάσεις του
διοικητικού συμβουλίου
της Ευρωτράπεζας στο
πρώτο μισό του επόμενου
έτους.
Τράπεζες:
Επικαιροποιημένοι στόχοι
Στο
πλαίσιο αυτό, οι
διοικήσεις των
πιστωτικών ιδρυμάτων
καλούνται να
ποσοτικοποιήσουν την
επίδραση που θα έχει το
μειούμενο κόστος
χρήματος στα καθαρά
έσοδα από τόκους κατά
τις επόμενες χρήσεις.
Από το
βαθμό υποχώρησής τους θα
εξαρτηθεί η καθαρή τους
κερδοφορία, η οποία
στηρίζεται κατά το
μεγαλύτερο μέρος της στο
επιτοκιακό εισόδημα.
Μία
πρώτη γεύση για το πώς
βλέπουν οι τραπεζίτες να
εξελίσσονται τα σχετικά
μεγέθη, πήρε η αγορά από
την ανακοίνωση των
αποτελεσμάτων εννεαμήνου
2024 της Πειραιώς την
περασμένη Παρασκευή.
Σύμφωνα
με την παρουσίαση στους
αναλυτές, η διοίκησή της
βλέπει το μέσο euribor 3
μηνών να υποχωρεί το
2025 στο 2,3% έναντι
3,62% στο σύνολο της
εφετινής χρονιάς.
Πρόκειται για μία πτώση
της τάξης των 130
μονάδων βάσης περίπου, η
οποία θα πιέσει την
οργανική κερδοφορία.
Η πτώση
στα έσοδα
Με βάση
αυτήν την υπόθεση, τα
καθαρά έσοδα από τόκους
θα υποχωρήσουν την
ερχόμενη χρήση κατά 200
– 250 εκατ. ευρώ ή 9% –
11% περίπου σε σχέση με
το 2024.
Με βάση
το αμέσως
προηγούμενο guidance της
Πειραιώς, που είχε
δημοσιοποιηθεί τον
περασμένο Φεβρουάριο, η
αναμενόμενη μείωση είναι
υψηλότερη κατά 100 – 150
εκατ. ευρώ.
Ωστόσο,
για το 2024 προβλέπεται
υπεραπόδοση του αρχικού
στόχου κατά 200 εκατ.
ευρώ, με το καθαρό
επιτοκιακό εισόδημα να
διαμορφώνεται στα 2,1
δισ. ευρώ.
Το 2025
εκτιμάται πως θα ανέλθει
στα 1,85 – 1,9 δισ.
ευρώ, υψηλότερα από την
εκτίμηση για 1,8 δισ.
ευρώ που είχε διατυπωθεί
στις αρχές της χρονιάς.
Η προς
τα πάνω αναθεώρηση
στηρίζεται στις εξής
παραδοχές:
–
Επιπλέον πτώση 100 – 125
εκατ. ευρώ στα καθαρά
έσοδα τόκων λόγω
χαμηλότερων επιτοκίων
–
Πρόσθετη άνοδος 25 – 50
εκατ. ευρώ λόγω
υψηλότερων ρυθμών
πιστωτικής επέκτασης
–
Έξτρα όφελος 100 – 125
εκατ. ευρώ, λόγω της
διαμόρφωσης του ποσοστού
των προθεσμιακών
καταθέσεων σε χαμηλότερα
του αρχικώς αναμενόμενου
επίπεδα
–
Επιπλέον κέρδη 25 – 50
εκατ. ευρώ από τις
θέσεις αντιστάθμισης του
επιτοκιακού κινδύνου που
έχει ανοίξει η τράπεζα
–
Το άθροισμα όλων των
παραπάνω είναι θετικό
και οδήγησε στην προς τα
πάνω αναθεώρηση των
στόχων του 2025 για τα
καθαρά έσοδα από τόκους
κατά 50 – 100 εκατ. ευρώ
σε σχέση με το guidance
του περασμένου
Φεβρουαρίου.
Το
στοίχημα
Ανάλογες
εκτιμήσεις αναμένεται να
παρουσιάσουν και οι
υπόλοιποι τρεις
συστημικοί όμιλοι το
διήμερο 7 – 8 Νοεμβρίου
κατά την ανακοίνωση των
οικονομικών μεγεθών
εννεαμήνου 2024.
Όπως
επισημαίνουν αναλυτές, η
διαμόρφωση της ετήσιας
μείωσης των καθαρών
εσόδων από τόκους στη
ζώνη του 10%, αποτελεί
συνθήκη ικανή για τη
σταθεροποίηση της
ετήσιας καθαρής
κερδοφορίας στα πολυετή
υψηλά των τελευταίων δύο
χρήσεων (2023 – 2024).
Σύμφωνα
με τις ίδιες πηγές
πάντως, κλειδί για την
επίτευξη αυτού του
στόχου είναι η
επιβεβαίωση των
εκτιμήσεων των τραπεζών
για το ρυθμό αύξησης των
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων.
«Ρευστότητα υπάρχει,
υποστηρικτικά
λειτουργούν οι υψηλοί
δείκτες κεφαλαιακής
επάρκειας, ενώ
αναμένεται αύξηση της
ζήτησης για δανεισμό
λόγω των χαμηλότερων
επιτοκίων. Το ζητούμενο
λοιπόν είναι να
διοχετευτεί στην
πραγματική οικονομία»,
σχολιάζουν σχετικά.
Προσθέτουν πάντως πως
«μέχρι στιγμής η
βελτίωση των επιδόσεων
στηρίχθηκε στην
επιχειρηματική πίστη.
Χωρίς την ενεργοποίηση
όμως της ζήτησης από
νοικοκυριά και
μικρομεσαίες
επιχειρήσεις, η επίτευξη
των στόχων για την
πιστωτική επέκταση
καθίσταται αμφίβολη».
|