Επιπλέον, η Τράπεζα της
Ελλάδος εξετάζει
πρόσθετους δείκτες για
τη δημιουργία και
συσσώρευση των κυκλικών
συστημικών κινδύνων, που
αφορούν τις πιστωτικές
εξελίξεις, τη δανειακή
επιβάρυνση του ιδιωτικού
τομέα, τα οικιστικά και
επαγγελματικά ακίνητα,
τις εξωτερικές
ανισορροπίες, τον
τραπεζικό τομέα και τις
αγορές κεφαλαίων (βλ.
τον επισυναπτόμενο
Πίνακα «Δείκτες κυκλικού
συστημικού κινδύνου»). Η
ανάλυση των πρόσθετων
δεικτών αναδεικνύει μεν
την απαρχή συσσώρευσης
κυκλικών συστημικών
κινδύνων σε επιμέρους
τομείς, όπως η
χρηματοδότηση των μη
χρηματοπιστωτικών
επιχειρήσεων, οι τιμές
των οικιστικών ακινήτων
και το ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών,
αλλά συνολικά
επιβεβαιώνει την
εκτίμηση περί απουσίας
υπέρμετρης πιστωτικής
επέκτασης.
Συμπερασματικά, οι
κυκλικοί συστημικοί
κίνδυνοι στην Ελλάδα για
το α΄ τρίμηνο του 2025
παραμένουν περιορισμένοι
και το περιβάλλον
κινδύνου εμφανίζεται
ουδέτερο.
Στο
πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα
της Ελλάδος διατηρεί
αμετάβλητο το ποσοστό
του αντικυκλικού
κεφαλαιακού αποθέματος
ασφαλείας για την Ελλάδα
στο 0,25%. Το ποσοστό
αυτό ορίστηκε τον
Οκτώβριο του 2024, με
ημερομηνία έναρξης
εφαρμογής την 1η
Οκτωβρίου 2025.
Επισημαίνεται ότι η
Τράπεζα της Ελλάδος έχει
υιοθετήσει το θετικό
αντικυκλικό κεφαλαιακό
απόθεμα ασφαλείας σε
ουδέτερο περιβάλλον
κινδύνου στην Ελλάδα, το
οποίο ενεργοποιείται σε
πρώιμο στάδιο του
οικονομικού και
χρηματοπιστωτικού
κύκλου, όταν οι κυκλικοί
συστημικοί κίνδυνοι δεν
είναι ούτε υποτονικοί
ούτε ιδιαίτερα
αυξημένοι.
|