Ο κλάδος
βρίσκεται πλέον σε σαφή
πτωτική τάση, απέχοντας
πάνω από 20 μονάδες από
το να καταφέρει να
επαναφέρει
τους long στις τάξεις
του και να σταματήσει
τις εκροές.
Ο κλάδος
βαρόμετρο για το
Χρηματιστήριο Αθηνών
Με την
συμπεριφορά του κλάδου –
σηματωρού να καθηλώνει
όλη την αγορά, το ΧΑ
πλέον έχει μετεξελιχθεί
σε μια εξίσωση για
δυνατούς λύτες, προς
αναζήτηση των τίτλων που
μπορούν να αμυνθούν στην
πτωτική κίνηση της
αγοράς.
Τεχνικά,
αγορά σε κάθε περίπτωση
για να αλλάξει επίπεδο
και να πάρει τάση θα
πρέπει να κατοχυρώσει το
επίπεδο των 1.470
μονάδων, αλλά αν ο
τραπεζικός κλάδος δεν
«σφυρίξει» λήξη της
πτώσης του δεν πρόκειται
να δούμε την αγορά να
αλλάζει ρότα. Κάτι που
μπορεί να έρθει από 1η
Νοεμβρίου, όταν και θα
ανοίξει την αυλαία των
αποτελεσμάτων η
Πειραιώς, για να
συνεχίσουν στις 7
Νοεμβρίου η Εθνική και
η Eurobank και μία ημέρα
αργότερα η Alpha.
Η
επίδραση των επιτοκίων
Το
παράδοξο είναι ότι ενώ
την τελευταία διετία ο
κλάδος «εξαργύρωνε»
ακόμη και την πιο μικρή
θετική είδηση, δεν
φαίνεται να αντιδρά
πλέον στα τόσα
καθησυχαστικά σχόλια των
ξένων για τα ανοιχτά
μέτωπα. Δηλαδή τα
επιτοκιακά έσοδα και τον
αναβαλλόμενο φόρο
(DTCs).
Για το
πρώτο μέτωπο, αυτό που
διαμηνύεται στον κλάδο
είναι ότι η τάση μείωσης
των επιτοκίων από την
ΕΚΤ, ίσως ενισχύσει και
την πιστωτική επέκταση,
η οποία τους τελευταίους
μήνες έχει επιβραδύνει.
Θετικά επίσης θα
λειτουργήσει και η
επιστροφή στο σύστημα
των 4 τραπεζών
θεραπευμένων πρώην
κόκκινων δανείων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με
την Goldman Sachs, η
επίδραση των επιτοκίων
στα μεγέθη των τραπεζών,
εκτιμώντας τώρα ότι το
επιτόκιο της ΕΚΤ στο
τέλος του έτους 2024,
του 2025 και του 2026 θα
κινηθεί στο 3%, στο 2%
και στο 2% (έναντι της
προηγούμενης πρόβλεψης
για 3,25%/2,25%/2,25%
αντίστοιχα), θα
μεταφραστεί σε
0%/-5%/-2%/-1% μέση
αναθεώρηση στα
επιτοκιακά έσοδα (NII)
τα τέσσερα έτη έως το
2027 και 0%/-6%/-3%/-1%
αναθεώρηση στα κέρδη ανά
μετοχή (EPS) την ίδια
περίοδο.
Τι λέει
η JP Morgan για τα κέρδη
Πιο
καθησυχαστική είναι
η JP Morgan, η οποία
επισημαίνει ότι δεν
ανησυχεί για τις
προοπτικές των κερδών
του κλάδου εφόσον τα
επιτόκια ομαλοποιηθούν
πάνω από το 2%.
Όπως
εξηγεί, στα σενάρια της,
υποθέτει ότι το DFR της
ΕΚΤ είναι στο 2%/2% στο
2025 και 2026. Μέχρι το
σημείο αυτό, θεωρεί ότι
η σταθερή αύξηση των
δανείων (5-7% CAGR έως
το 2026), η ισχυρή
απόδοση των προμηθειών
(10%+ ετησίως) και η
βελτίωση του κόστους
κινδύνου θα
αντισταθμίσουν σε μεγάλο
βαθμό τις επιπτώσεις στα
περιθώρια κέρδους και θα
στηρίξουν τις κατώτατες
γραμμές από τα υψηλά
επίπεδα του 2024.
Τα κέρδη
του γ’ τριμήνου του 2024
θα πρέπει να
αντικατοπτρίζουν σε
γενικές γραμμές αυτές
τις τάσεις.
Επίσης,
πριν την τελευταία
μείωση επιτοκίου από την
ΕΚΤ,
η Morgan Stanley είχε
αναγνωρίσει ότι οι
ελληνικές τράπεζες έχουν
κάνει πρόοδο στην
αντιστάθμιση της
ευαισθησίας τους ως προς
τη μείωση των επιτοκίων
μέσω 1) της αύξησης του
χαρτοφυλακίου τίτλων
τους – κατά μέσο όρο οι
τίτλοι ως ποσοστό του
ενεργητικού αυξήθηκαν
από 16% το 2022 σε 21%
από το 1ο εξάμηνο του
2024, 2) την εισαγωγή
αντιστάθμισης επιτοκίου
από το τέλος του 2023,
οι οποίες επί του
παρόντος έχουν αρνητική
επίδραση στα επιτοκιακά
εσοδα από το 1ο εξάμηνο
του 2024, αλλά, καθώς τα
επιτόκια μειώνονται,
αναμένεται να αρχίσουν
να συνεισφέρουν θετικά.
Με βάση
επίσης την καθοδήγηση
των ελληνικών τραπεζών
για το 2026 οι μειώσεις
επιτοκίων θα
αντισταθμιστούν σε
μεγάλο βαθμό από i) την
αύξηση του CAGR των
δανείων κατά ~6%, ii)
την εκ νέου μετακύληση
τίτλων λήξεως σε άλλους
υψηλότερης απόδοσης
και iii) τις
αντισταθμίσεις.
Το
«αγκάθι» των DTCs
Το
δεύτερο μέτωπο που έχει
επιβαρύνει τον κλάδο
είναι το ζήτημα της
αναβαλλόμενης
φορολογίας, για το οποίο
υπάρχουν διεργασίες,
ώστε οι διοικήσεις να
ανακοινώσουν ενέργειες
επίσπευσης των
αποσβέσεων των DTCs.
Οι
προσδοκίες βέβαια είναι
χαμηλές ακόμη, αφού θα
πρέπει να υπάρξουν
συνεννοήσεις με
Φρανκφούρτη, ωστόσο, δεν
αποκλείεται να δούμε
έναν οδικό χάρτη κατά
την ανακοίνωση των
αποτελεσμάτων γ’ 3μηνου.
Παρόλα
αυτά, όπως είναι
αναφέρει η JP Morgan,
ένας παράγοντας που
διατηρεί το κόστος
κεφαλαίου (COE) σε υψηλά
επίπεδα θα μπορούσε να
είναι οι ανησυχίες
σχετικά με τις πιθανές
επιπτώσεις των DTCs στη
μελλοντική απόδοση του
κεφαλαίου.
Ωστόσο,
η JP Morgan επαναλαμβάνει
την εκτίμηση ότι η αγορά
είναι πολύ συντηρητική
θεωρώντας τα DTCs ως
εμπόδιο για υψηλότερη
διανομή κεφαλαίου.
Επιπλέον, αμφισβητεί την
εφαρμογή
υψηλότερου COE στις
ελληνικές τράπεζες λόγω
των DTCs και προτιμά μια
ποσοτικοποιήσιμη μέθοδο
οικονομικής αξίας.
Η
έγκριση της ΕΚΤ
Σε αυτό
το πλαίσιο, αναμένει ότι
οι ανησυχίες σχετικά με
τα DTCs θα μειωθούν
καθώς οι τράπεζες θα
λάβουν την έγκριση της
ΕΚΤ για σταδιακά
υψηλότερες πληρωμές.
Επιπλέον, οι τράπεζες
είναι ανοιχτές στην
εθελοντική επιτάχυνση
των αποσβέσεων
των DTC στο κεφάλαιο,
εάν αυτό οδηγήσει στην
έγκριση της ΕΚΤ για
υψηλότερες από τις
προγραμματισμένες
πληρωμές.
Θετική
ήταν και
η Morgan Stanley,
εκτιμώντας ότι το
μερίδιο τους ως ποσοστό
του κεφαλαίου να
μειώνεται κατά ~ 16
ποσοστιαίες μονάδες
μεταξύ 2023-26 και να
ανέρχονται στο ~42% του
κεφαλαίου των ελληνικών
τραπεζών κατά μέσο όρο
έως το 2026 (έναντι 58%
το 2023).
Με βάση
την ανάλυσή της, η
διαδικασία αυτή θα έχει
μέσο αντίκτυπο ~40 μ.β.
στο CET 1, το οποίο
η Morgan Stanley θεωρεί
ότι είναι διαχειρίσιμο.
Σημειώνει ότι
η Eurobank έχει το
χαμηλότερο
μερίδιο DTC στο
κεφαλαιακό της μείγμα με
44% από το 2023, το
οποίο βλέπει να
μειώνεται στο 31% έως το
2026.
Ο
καταλύτης και οι
διανομές μερισμάτων
Τέλος,
η UBS είχε αναγνωρίσει
ότι περισσότερη σαφήνεια
σχετικά με την πιθανή
επιτάχυνση της απόσβεσης
των DTC θα μπορούσε να
είναι καταλύτης, ενώ
υπενθύμισε πρόσφατα ότι
υπάρχει μια πρωτοβουλία
του κλάδου για την
εξέταση πιθανής
επιτάχυνσης της
απόσβεσης DTC, η οποία
θα μπορούσε ενδεχομένως
να ανοίξει το δρόμο για
υψηλότερες διανομές με
την πάροδο του χρόνου.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι 1η
Νοεμβρίου ανακοινώνει
αποτελέσματα η Πειραιώς,
στις 7 Νοεμβρίου η
Εθνική και
η Eurobank και μία ημέρα
αργότερα η Alpha.
Το
«αντιστάθμισμα»
Σε κάθε
περίπτωση, ένα μεγάλο
αντιστάθμισμα στα
παραπάνω μέτωπα είναι η
ενίσχυση της πιστωτικής
επέκτασης. Άλλωστε, οι
δείκτες ρευστότητας και
κεφαλαίου που διαθέτουν
τα εγχώρια πιστωτικά
ιδρύματα, επιτρέπουν την
περαιτέρω αύξηση των
χορηγήσεων προς την
πραγματική οικονομία.
Όσον
αφορά την αύξηση των
δανείων,
η Goldman Sachs έχει
αναφέρει ότι η ανάπτυξη
την περίοδο
Ιουλίου-Αυγούστου ήταν
-0,9%, αλλά αναμένει
κάποια επιτάχυνση στον
δανεισμό από τον
Σεπτέμβριο, προβλέποντας
αύξηση καθαρού δανεισμού
0,7% το γ’ τρίμηνο του
έτους.
Στο ίδιο
μήκος και η UBS, η οποία
επισήμανε ότι η αύξηση
των δανείων παρέμεινε
σταθερή το τρίτο
τρίμηνο, λαμβάνοντας
υπόψη τους εποχικά
υποτονικούς
καλοκαιρινούς μήνες
Ιουλίου και Αυγούστου.
Ωστόσο, κάνει αναφορά
στις υποτονικές
εκταμιεύσεις εταιρικής
πίστης τον Ιούλιο και
τον Αύγουστο, γεγονός
που θα μπορούσε να
αποτελέσει πρόκληση για
τον στόχο των
επιτοκιακών εσόδων των
ελληνικών τραπεζών.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|