Η πρώτη τραπεζική
κρίση στην Αμερική εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία
βρίσκει τις ρυθμιστικές αρχές να υφίστανται μια εξαιρετικά
μεγάλη πίεση να δώσουν λογαριασμό. Σε ποιον βαθμό ευθύνονται
για ένα κύμα χρεοκοπιών που κλόνισαν την εμπιστοσύνη στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα; Και πώς μπορούν να διορθώσουν τα
πράγματα;
Όπως πριν από λίγο
καιρό είχε γράψει η συντακτική ομάδα του Bloomberg, η
πρόσφατη αναταραχή ήταν μια ζωντανή μελέτη επί του ζητήματος
της κακοδιαχείρισης τραπεζών. Για το μεγαλύτερο μέρος του
2022, η Silicon Valley Bank (το πρώτο χρηματοπιστιωτικό
ίδρυμα το οποίο αντιμετώπισε προβλήματα) δεν είχε καθόλου
chief risk officer, δηλαδή επικεφαλής τμήματος διαχείρισης
κινδύνου. Άλλα στελέχη αγνοούσαν συστηματικά και εσκεμμένα
τα κραυγαλέα τρωτά σημεία: μια ακραία εξάρτηση από
ανεπίτρεπτα υψηλές ανασφάλιστες καταθέσεις, σε συνδυασμό με
επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα μακράς λήξης, τα οποία έχαναν
αξία καθώς αυξάνονταν τα επιτόκια, εγγυήθηκε ουσιαστικά
μεγάλες απώλειες εάν η τράπεζα αναγκαζόταν να πουλήσει. Παρά
τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις από τις ρυθμιστικές αρχές
ήδη από το 2021, η τράπεζα δεν έκανε τίποτε, μέχρις ότου
ήταν πολύ αργά.
Χωρίς αμφιβολία, οι
εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν ασκήσει μεγαλύτερη
πίεση. Εάν είχαν εκδώσει δημόσια επίπληξη προτού τα
προβλήματα της SVB καταστούν σημαντική απειλή, η τράπεζα θα
μπορούσε κάλλιστα να είχε επιβιώσει. Σε πολλές περιπτώσεις,
οι ρυθμιστικές αρχές ήταν εξαιρετικά πρόθυμες να αφήσουν
ανάλογα ζητήματα άλυτα: από τα μέσα του 2022, οι 10 τράπεζες
των ΗΠΑ στην κατηγορία μεγέθους της SVB είχαν περισσότερες
από 100 προειδοποιήσεις σε εκκρεμότητα. Ωστόσο, θα ήταν
ανόητο να απαιτούσαμε από τους αξιωματούχους να προβλέπουν
όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά ή να προχωρούσαν σε
μικροδιαχείριση χιλιάδων ιδρυμάτων προκειμένου να
διασφαλίσουν ότι κανένα δε θα χρεοκοπήσει.
Σύμφωνα με τη
συντακτική ομάδα του Bloomberg, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν
ήδη επισημάνει ορισμένες προτεινόμενες αλλαγές, με στόχο την
αντιμετώπιση των αδυναμιών τις οποίες αποκάλυψε η SVB.
Πιθανότατα θα επιβάλουν εκ νέου κανόνες τύπου μεγάλων
τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων συχνότερων τεστ αντοχής
(stress tests) σε ιδρύματα (όπως η SVB) με περιουσιακά
στοιχεία μεταξύ 100 και 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων - μια
ομάδα τραπεζών την οποία το Κογκρέσο απάλλαξε από τέτοια
βάρη μόλις πριν από πέντε χρόνια. Θα μπορούσαν επίσης να
επανεξετάσουν πόσο γρήγορα μπορεί να υπάρξει τραπεζικός
πανικός (bank run) σε μια εποχή εφαρμογών για smartphone και
μέσων κοινωνικής δικτύωσης και πώς ακόμη και τα ασφαλέστερα
μακροπρόθεσμα ομόλογα, δεδομένης της ευαισθησίας τους στα
επιτόκια, θα πρέπει να ενσωματώνονται στις απαιτήσεις
ρευστότητας και κεφαλαίου.
Ωστόσο, τέτοιες
τροποποιήσεις δεν θα λύσουν το ευρύτερο πρόβλημα. Οι
τράπεζες θα συνεχίσουν να κάνουν λάθη και το επόμενο θα
είναι σχεδόν σίγουρα διαφορετικό. Εκείνο το οποίο έχει
σημασία είναι να είναι το σύστημα προετοιμασμένο για
οτιδήποτε ενδέχεται να συμβεί: δηλαδή οι τράπεζες να έχουν
την απαραίτητη οικονομική δύναμη και οι καταθέτες να μην τις
κατακλύζουν ζητώντας όλα τα χρήματά τους πίσω με την
παραμικρή δυσκολία.
Μια κρίσιμη
διασφάλιση είναι το μετοχικό κεφάλαιο, δηλαδή τα χρήματα που
οι μέτοχοι θέτουν σε κίνδυνο. Σε αντίθεση με το
χρέος, το
κεφάλαιο απορροφά τις απώλειες σε δύσκολες στιγμές,
καθιστώντας τα ιδρύματα και ολόκληρο το σύστημα πιο
ανθεκτικά. Οι τράπεζες έχουν περισσότερα απ’ ό,τι πριν από
την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, ωστόσο ακόμη δεν
βρίσκονται κοντά σε εκείνο που χρειάζεται. Οι προσπάθειες
για τη διόρθωση αυτού του σημείου θα πρέπει να δώσουν ξανά
έμφαση σε απλές μετρήσεις ιδίων κεφαλαίων στα περιουσιακά
στοιχεία, σε αντίθεση με τα ρυθμιστικά μέτρα που επιχειρούν
να σταθμίσουν τα περιουσιακά στοιχεία ανάλογα με την
επικινδυνότητά τους. Εξάλλου, οι κρίσεις τείνουν να
συμβαίνουν όταν οι θεωρούμενες ως ασφαλείς επενδύσεις
πηγαίνουν άσχημα.
Από εκεί και πέρα, η
κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο
να επισημοποιήσει τις σιωπηρές εγγυήσεις της, αυξάνοντας το
όριο των 250.000 δολαρίων στην εγγύηση καταθέσεων και
προσαρμόζοντας ανάλογα τα ασφάλιστρα των τραπεζών. Αν γίνει
σωστά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτρέψει την ανάγκη να
επινοούνται επείγουσες επιδιορθώσεις αφού έχουν ήδη
ξεκινήσει τα bank run. Ωστόσο, μια τέτοια αλλαγή θα πρέπει
να εξισορροπηθεί με μέτρα για τον μετριασμό του κόστους της
ασφάλισης, όπως η διασφάλιση ότι οι τράπεζες θα έχουν άφθονη
ικανότητα απορρόφησης ζημιών για την προστασία των καταθετών
και, ενδεχομένως, ο περιορισμός του τεράστιου όγκου των
επιρρεπών σε bank run μέσων που μπορούν να εκδώσουν τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο θάνατος της SVB
λειτούργησε ως μια πολύτιμη υπενθύμιση: ακόμη και ένα
φαινομενικά μεμονωμένο γεγονός μπορεί να απειλήσει ολόκληρο
το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εάν αρκετοί άνθρωποι το
θεωρήσουν πραγματική απειλή. Αυτό είναι μια ανησυχητική
συνειδητοποίηση σε μια εποχή που ο πανικός εξαπλώνεται
γρήγορα και οι άνθρωποι φαίνονται πρόθυμοι να πιστέψουν τα
πλέον απίστευτα πράγματα. Οι κατάλληλες διασφαλίσεις μπορούν
να μειώσουν δραστικά τις πιθανότητες καταστροφής. Οι
ρυθμιστικές αρχές πρέπει να πιάσουν δουλειά. |