Στα 541 δισ. δολάρια
εκτιμάται πως θα ανέλθει η ζημία για τις μεγαλύτερες αμερικανικές
τράπεζες εάν πραγματοποιηθεί το δυσμενέστερο
σενάριο στην οικονομία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι τράπεζες θα
έχουν επαρκή ρευστότητα για να καλύψουν τις ζημίες, σύμφωνα
με τα φετινά stress
tests της Fed.
Όπως αναφέρονταν σε
πρόσφατο δημοσίευμα, τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τις
εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς και εποπτικών αρχών ότι οι
συστημικά σημαντικές τράπεζες, όπως η JPMorgan και η Goldman
Sachs, μπορούν να αντέξουν σε έντονους τριγμούς και μαζικές
απώλειες. Παράλληλα, τα αποτελέσματα μπορούν να σχηματίσουν
μια καλή εικόνα σχετικά με το ελάχιστο απαραίτητο όριο
κεφαλαιακής επάρκειας για το επόμενο δωδεκάμηνο. Αξίζει να
σημειωθεί ότι εάν τα κεφάλαια των τραπεζών θεωρηθούν επαρκή,
τότε μπορούν να προχωρήσουν ελεύθερα προς αποζημίωση των
μετόχων μέσω μερισμάτων και προγραμμάτων επαναγοράς μετοχών.
Υπενθυμίζεται ότι
μόλις στα μέσα Μαρτίου είχαμε τρεις μεγάλες τραπεζικές
καταρρεύσεις στις ΗΠΑ, της Silicon Valley Bank, της
Signature Bank και της First Republic, οι οποίες προκάλεσαν
τριγμούς στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. Μικρότερες
τράπεζες, όπως η PacWest και η Comerica, δέχθηκαν στη
συνέχεια έντονη πίεση. Σημειώνεται όμως ότι οι μικρότερες
τράπεζες δεν υποβάλλονται στα stress tests της Fed.
«Τα σημερινά
αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι το τραπεζικό σύστημα
παραμένει ισχυρό και ανθεκτικό», δήλωσε ο Μάικλ Μπαρ της
Fed. Ο ίδιος τόνισε, όμως, ότι τα test είναι «μόνο ένας
τρόπος μέτρησης αυτής της ισχύος» και ότι οι εποπτικές αρχές
θα πρέπει να μείνουν σε επαγρύπνηση και να ψάχνουν πώς θα
μπορούσαν να ανακύψουν κίνδυνοι.
Ακόμη και σε
περίπτωση βαθιάς ύφεσης, θα έχουν επαρκή ρευστότητα για να
καλύψουν ζημίες άνω των 500 δισ.
Σημειώνεται ότι στα
φετινά stress tests, οι τράπεζες έπρεπε να δείξουν ότι
μπορούν να αντέξουν σε περίπτωση ανόδου της ανεργίας στο
10%, κατάρρευσης των τιμών των εμπορικών ακινήτων κατά 40%,
πτώσης της αξίας των διαμερισμάτων κατά 38% και μείωσης του
βραχυπρόθεσμου επιτοκίου σχεδόν στο μηδέν.
Από τις 23 τράπεζες
που εξετάστηκαν, μεγαλύτερες ζημίες παρουσίασε η θυγατρική
της Deutsche Bank στις ΗΠΑ, την οποία ακολουθεί η UBS
Americas. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες με έδρα τις ΗΠΑ,
μεγαλύτερες ζημίες κατέγραψε η Goldman Sachs και ακολούθησε
η Morgan Stanley. Και οι δύο τράπεζες δραστηριοποιούνται
περισσότερο από ανταγωνιστικές τους στο trading, το οποίο
θεωρείται πιο ριψοκίνδυνη δραστηριότητα από τη Fed.
Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα, οι τράπεζες που εξετάστηκαν θα χρειαστούν
ελάχιστη ρευστότητα 541 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων 424
δισ. αφορούν απώλειες από δάνεια και 94 δισ. από τις αγορές
και από διάφορες συναλλαγές. Οι οκτώ μεγαλύτερες τράπεζες θα
είχαν απώλειες σχεδόν 80 δισ. δολαρίων στο δυσμενές σενάριο,
το οποίο προβλέπει επίμονα υψηλό πληθωρισμό και υψηλά
επιτόκια, δηλαδή ένα περιβάλλον το οποίο δεν διαφέρει πολύ
από τις σημερινές συνθήκες.
Πρέπει να σημειωθεί,
πάντως, ότι μέσα στο καλοκαίρι, η Fed και άλλες αμερικανικές
εποπτικές αρχές θα δημοσιεύσουν τα νέα διεθνή κριτήρια για
τον υπολογισμό των κινδύνων από τις τράπεζες, στο πλαίσιο
της λεγόμενης οδηγίας Βασιλεία ΙΙΙ. Αναλυτές και τραπεζικά
στελέχη ανυπομονούν για την εφαρμογή των κανόνων, οι οποίοι
αναμένεται να φέρουν τις ελάχιστες απαιτήσεις κεφαλαιακής
επάρκειας στις αμερικανικές τράπεζες περίπου στα ίδια
επίπεδα με την Ευρώπη. |