Σε πρόσφατο άρθρο – άποψης στους New York Times, ο
Christopher Caldwell αναρωτήθηκε αν η πτώση του Μ. Ντράγκι
είναι θρίαμβος η τραγωδία, σχολιάζοντας πως ο Μάριο Ντράγκι,
ο οποίος πρόσφατα υπέβαλε την παραίτησή του από την
πρωθυπουργία της Ιταλίας, έχει ένα εξαιρετικό βιογραφικό για
σύγχρονο πολιτικό: εκτελεστικός διευθυντής της Παγκόσμιας
Τράπεζας τη δεκαετία του 1980• γενικός διευθυντής του
ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών τη δεκαετία του 1990•
διοικητής της κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας τη δεκαετία του
2000• και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά
την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, κατά την οποία
πιστώνεται ότι έσωσε το ευρώ.
Για τους οπαδούς της κυβέρνησης του κ. Ντράγκι, της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκόσμιας οικονομίας, έχει γίνει
σύμβολο της δημοκρατικής συνέχειας απέναντι στην οικονομική
αναταραχή και τον κομματικό εξτρεμισμό. Από αυτή την άποψη,
η αποχώρηση του κ. Ντράγκι, που προκλήθηκε από το μποϊκοτάζ
της ψήφου εμπιστοσύνης από τρία κόμματα που συμμετείχαν στην
κυβέρνησή του, προμηνύει καταστροφή. Ο Ιταλός υπουργός
Εξωτερικών, Λουίτζι Ντι Μάιο, τη χαρακτήρισε "σκοτεινό
κεφάλαιο για την Ιταλία".
Προς το παρόν ο κ. Ντράγκι συνεχίζει ως υπηρεσιακός
πρωθυπουργός. Το φαβορί για την αντικατάστασή του μετά τις
εκλογές του Σεπτεμβρίου είναι η εθνικίστρια-λαϊκίστρια
πολιτικός Τζόρτζια Μελόνι. Σε ένα από τα ενημερωτικά δελτία
της, η JPMorgan περιέγραψε τους κοινοβουλευτικούς ελιγμούς
που οδήγησαν στην ανατροπή του κ. Ντράγκι ως "λαϊκιστικό
πραξικόπημα". Δεδομένου ότι ο κ. Ντράγκι έχει υποστηρίξει
τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την εισβολή της στην
Ουκρανία, οι Ιταλοί αρθρογράφοι καταδικάζουν τους αντιπάλους
του ως "φιλοπουτινικούς" ή "λάτρεις του Πούτιν".
Υπάρχει ωστόσο κάτι το περίεργο στον ρόλο του κ. Ντράγκι ως
συμβόλου δημοκρατίας: κανένας ψηφοφόρος ποτέ και πουθενά δεν
έχει ψηφίσει ποτέ υπέρ του. Ωθήθηκε στην πρωθυπουργία
προκειμένου να άρει ένα πολιτικό αδιέξοδο στις αρχές του
2021 μετά από αίτημα του προέδρου της Ιταλίας Σέρτζιο
Ματαρέλα, ο οποίος δεν είναι άμεσα εκλεγμένος από τον λαό.
Όσο έντιμος και ικανός κι αν είναι ο κ. Ντράγκι, η παραίτησή
του αποτελεί θρίαμβο της δημοκρατίας, τουλάχιστον όπως
παραδοσιακά νοείται η λέξη "δημοκρατία".
Το πρόβλημα της Ιταλίας είναι ότι οι κυβερνήσεις της
υπηρετούν πλέον δύο "αφέντες": το εκλογικό σώμα και τις
παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Ίσως αυτό τελικά να
ισχύει για όλες τις χώρες που συμμετέχουν στην παγκόσμια
οικονομία. Δεν είναι όμως ο τρόπος με τον οποίο υποτίθεται
ότι λειτουργεί η δημοκρατία -και η Ιταλία βρίσκεται σε μια
ιδιότυπη "ομηρία". Με το δημόσιο χρέος πάνω από το 150% του
ΑΕΠ, τον πληθυσμό να μειώνεται και τα επιτόκια να αυξάνονται,
η Ιταλία έχει παγιδευτεί σε ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα το
οποίο δεν μπορεί να υποτιμήσει.
Πολλές φορές τις τελευταίες δεκαετίες, η φυσιολογική
πολιτική ζωή στην Ιταλία έχει ανασταλεί και "τεχνοκρατικές"
κυβερνήσεις όπως εκείνη του κ. Ντράγκι έχουν εγκατασταθεί
προκειμένου να θεσπίσουν έκτακτα μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι η
ιταλική κυβέρνηση ακούει λιγότερο τους πολίτες της χώρας,
παρόλο που τους καλεί να κάνουν μεγάλες θυσίες και
προσαρμογές.
Το ιταλικό εκλογικό σώμα φαίνεται να στρέφεται ολοένα και
περισσότερο προς τους λαϊκιστές. Οι εκλογές του 2018 στην
Ιταλία ήταν η τρίτη μεγάλη αντισυστημική ανατροπή στα μέσα
της περασμένης δεκαετίας, μετά το Brexit και την εκλογή του
Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Το αριστερό-λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε
Αστέρων, που ιδρύθηκε από τον κωμικό Μπέπε Γκρίλο, έλαβε το
ένα τρίτο των ψήφων. Το κόμμα αντιτασσόταν στη διαφθορά και
τη ρύπανση και ζητούσε αναδιανεμητικά κοινωνικά προγράμματα,
ακόμη και την εισαγωγή μιας εκδοχής ελάχιστου εγγυημένου
εισοδήματος. Κυβέρνησε σε συνασπισμό με τη Λέγκα, ένα δεξιό
λαϊκιστικό κόμμα υπό την ηγεσία του Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος
επικεντρώθηκε στη σφράγιση των ακτών της Ιταλίας στη
Μεσόγειο έναντι της μετανάστευσης από την Αφρική. Η
κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Τζουζέπε Κόντε, ήταν εξαιρετικά
δημοφιλής.
Όταν ο Covid "χτύπησε" το 2020, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
υποσχέθηκε στην Ιταλία 200 δισεκατομμύρια ευρώ για
ανακούφιση από την πανδημία. Ο πρωθυπουργός Κόντε, που
εκείνη τη στιγμή διοικούσε μια πιο παραδοσιακά προοδευτική
κυβέρνηση σε συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες, ήταν ακόμη
ιδιαίτερα δημοφιλής. Ωστόσο, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε το
κατεστημένο της Ρώμης τον εμπιστεύονταν να ξοδέψει όλα αυτά
τα χρήματα. Όταν ο φιλικός προς την επιχειρηματικότητα πρώην
πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έβγαλε τους συμμάχους του από τον
συνασπισμό, σχηματίστηκε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας (συμπεριλαμβανομένου
όλων των κομμάτων πλην εκείνου της κας Μελόνι, στο δεξιό
άκρο του πολιτικού φάσματος) γύρω από τον κ. Ντράγκι, ο
οποίος, όπως αναφερόταν, είχε την "αξιοπιστία" να ηρεμήσει
τις αγορές.
Αλλά σε τι συνίσταται η αξιοπιστία του κ. Ντράγκι; Σε μια
δημοκρατία, η αξιοπιστία προέρχεται από τη λαϊκή εντολή. Σε
μια "τεχνοκρατική κυβέρνηση", η αξιοπιστία προέρχεται από
διασυνδέσεις με τραπεζίτες, ρυθμιστικές αρχές και άλλους
συστημικούς παράγοντες. Όταν ένα πρόσωπο στη θέση του κ.
Ντράγκι αναλαμβάνει την εξουσία, μπορεί να γίνει εξαιρετικά
ασαφές εάν η δημοκρατία ζητά βοήθεια από χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα ή εάν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν στριμώξει
τη δημοκρατία σε μια στενή γωνιά.
Τις προηγούμενες μέρες, στον απόηχο της παραίτησης του κ.
Ντράγκι, ένας σύμβουλος της ιταλικής τράπεζας UniCredit
έθεσε ένα υποθετικό ερώτημα σχετικά με την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα: "Τι θα συμβεί εάν οι δεξιοί υποψήφιοι
επιτύχουν εκλογικά και η αγορά ομολόγων οδηγηθεί σε
sell-off; Θα έπρεπε άραγε η ΕΚΤ να παρέμβει σε μια τέτοια
περίπτωση;". Ο "κίνδυνος" τον οποίο διαχειρίζονται οι
τεχνοκράτες διαχειριστές κινδύνου μπορεί να είναι τελικά η
ίδια η δημοκρατία.
Το σχέδιο ανακούφισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την κρίση
του Covid είχε σκοπό να ωθήσει την Ιταλία προς
μεταρρυθμίσεις υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Σε αντάλλαγμα για
τη βοήθεια, οι Βρυξέλλες απέκτησαν μεγαλύτερο λόγο για το
πώς κυβερνάται η Ιταλία. Η Ιταλία έχει λάβει μόνον 46
δισεκατομμύρια ευρώ από τα υπεσχημένα ποσά. Θα χρειαστούν
δεκάδες μεταρρυθμίσεις προτού η Ευρωπαϊκή Ένωση καταβάλει τα
υπόλοιπα.
Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις έχουν φτάσει να μοιάζουν
αντιπαθητικές σε πολλούς ψηφοφόρους. Για παράδειγμα, η
Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελε οι παραλίες της Ιταλίας να ανοίξουν
στον ανταγωνισμό της αγοράς. Οι ιταλικές ακτές αποτελούν
δημόσια περιουσία. Το κράτος προχωρά σε παραχωρήσεις σε
μικρές επιχειρήσεις που διαχειρίζονται παραλίες. Τέτοιες
επιχειρήσεις, που συχνά διατηρούνται στην ίδια οικογένεια
για γενιές, απασχολούν περίπου 100.000 Ιταλούς.
Οι οπαδοί των μεταρρυθμίσεων, τις οποίες υποστήριξε ο κ.
Ντράγκι, αποκαλούν τις οικογένειες που διαχειρίζονται αυτές
τις "αρχαίες" παραχωρήσεις παραλιών "μονοπωλιστές" που
επωφελούνται από τη δημόσια περιουσία. Οι πολέμιοι των
μεταρρυθμίσεων, ο πιο πολυλογάς από τους οποίους ήταν ο κ.
Σαλβίνι, θα έλεγαν ότι το επίθετο "μονοπωλιστής" θα ταίριαζε
καλύτερα στις διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων που ενδέχεται να
εξαλείψουν αυτές τις μικρές επιχειρήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελε επίσης η Ιταλία να αλλάξει τους
νόμους της για τις χερσαίες μεταφορές. Υπάρχει μια ειδική
ρύθμιση αδειοδότησης για τις μεταφορές με οχήματα στην
Ιταλία, διαφορετική από τη ρύθμιση για τα ταξί. Οι άδειες
είναι ακριβές. Είναι δύσκολο να σχηματιστούν κοινοπραξίες
στις οποίες ένας επιχειρηματίας να μπορεί να διαχειριστεί
μια μεγάλη μάζα εργαζομένων οδηγών. Μέχρι τώρα, η Uber
λειτουργούσε στην Ιταλία με τον πλέον περιορισμένο τρόπο.
Οι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης της αγοράς πιθανότατα
θεωρούν μεγάλη κλοπή το γεγονός ότι ένα ταξί από το κέντρο
του Μιλάνου στο μακρινό αεροδρόμιο Malpensa κοστίζει περί τα
100 ευρώ και πιθανότατα βλέπουν τον ανταγωνισμό από την Uber
ως τον τρόπο να το διορθώσουν. Για τους αντιπάλους της
αλλαγής, η Uber αποτελεί πρόβλημα και όχι λύση.
Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις επρόκειτο να
ολοκληρωθούν πριν από το τέλος του έτους. Επομένως, η
χρονική στιγμή της αποχώρησης του κ. Ντράγκι δεν είναι
τυχαία. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε στη Γερουσία τις
προάλλες, για να υποστηρίξει τη συνέχιση της θητείας του,
πολλοί Ιταλοί θεωρούσαν ήδη ότι προσβάλλεται βάναυσα η
δημοκρατία τους, προσβολή που δεν δικαιολογείτο πραγματικά
από το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μακροοικονομική
σταθερότητα.
Η ευρωπαϊκή ανησυχία δεν είναι παράλογη. Το χρέος της
Ιταλίας μπορεί να έχει επιπτώσεις στους πολίτες της και στην
Ευρώπη. Κανείς ωστόσο δεν έχει καταλήξει ακόμη σε έναν
ικανοποιητικό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος του χρέους
σε οποιαδήποτε υπερχρεωμένη χώρα. Η επίλυση τέτοιων
προβλημάτων μπορεί να απαιτεί χρηματική "ένεση" απ’ έξω σε
ένα πολιτικό σύστημα- και αυτό αποδεικνύεται ότι είναι
δύσκολο να γίνει με ακομμάτιστο και ουδέτερο τρόπο.
Μπορείτε να λάβετε τα χρήματα για να σώσετε τη χώρα σας εάν
ο κύριος Ντράγκι είναι πρωθυπουργός σας, είπαν ουσιαστικά
στους Ιταλούς, διαφορετικά όχι. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν
υπάρχει τίποτε "λαϊκιστικό", πουτινικό ή παράλογο στο να
ανησυχεί κανείς για τις συνέπειες στη δημοκρατία.
|