Επί δεκαετίες η
Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτύχει να εκπληρώσει ένα από τα πλέον
θεμελιώδη καθήκοντά της: να διασφαλίσει ότι η οικονομική
κατάσταση των κρατών μελών της δεν απειλεί τη βιωσιμότητα
του κοινού νομίσματος. Όσο περισσότερο συνεχίζεται αυτή η
αδυναμία, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα τα αυξανόμενα
χρέη των κρατών να πυροδοτήσουν μια νέα κρίση.
Όπως έγραψε σε
πρόσφατο άρθρο – ανάλυση του το Bloomberg, μετά από πολυετή
καθυστέρηση, οι αξιωματούχοι της ΕΕ εκπόνησαν ένα φιλόδοξο
σχέδιο για να διασφαλίσουν μεγαλύτερη δημοσιονομική
πειθαρχεία. Ακολούθησαν μήνες διαβουλεύσεων. Οι ηγέτες της
Ευρώπης καλούνται τώρα να το στηρίξουν. Η πρόταση δεν είναι
τέλεια, αλλά θα επιφέρει αξιοσημείωτη βελτίωση στο status
quo.
Παρ’ όλα τα
πλεονεκτήματά του, το κοινό νόμισμα έχει και μια βασική
αδυναμία: εάν ένα κράτος μέλος δανειστεί πέραν των
δυνατοτήτων του, μπορεί να διαταράξει τις οικονομίες άλλων
κρατών μελών ή ακόμη και να υπονομεύσει ολόκληρη την Ένωση.
Για να αποφευχθεί αυτό, η ΕΕ υιοθέτησε ένα πλαίσιο
δημοσιονομικών κανόνων, το γνωστό και ως Σύμφωνο
Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Βάσει του συγκεκριμένου
πλαισίου, τα κράτη μέλη έχουν συμφωνήσει, μεταξύ άλλων, να
διατηρούν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα και το δημόσιο
χρέος τους κάτω από το 3% και το 60%, αντίστοιχα, του
Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους, και υπόκεινται σε
κυρώσεις εάν δεν τα καταφέρουν.
Όμως, οι κανόνες δεν
απέδωσαν. Το 2003, η Γερμανία και η Γαλλία, οι δύο
μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, ήταν από τις πρώτες που
παραβίασαν τα όρια για το έλλειμμα. Στις αρχές της δεκαετίας
του 2010, τα υπερβολικά χρέη ορισμένων κρατών μελών -κυρίως
της Ελλάδας, όπου οι υποχρεώσεις του κράτους ξεπέρασαν το
180% του ΑΕΠ- πυροδότησαν μια κρίση που παρολίγο να διαλύσει
τη ζώνη του ευρώ.
Προσφάτως, η αύξηση
των κρατικών δαπανών για τη στήριξη των οικονομιών εν μέσω
της πανδημίας του κορονοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία,
εκτόξευσαν τα χρέη των χωρών σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Ο
πληθωρισμός έχει συγκαλύψει το μέγεθος του προβλήματος,
ενισχύοντας το ονομαστικό ΑΕΠ των χωρών και περιορίζοντας
έτσι τους δείκτες χρέους - αλλά οι δημοσιονομικές προοπτικές
παραμένουν ζοφερές. Έως το τέλος του 2022, το χρέος της
Ιταλίας είχε ανέλθει περίπου στο 145% του ΑΕΠ της, χωρίς
ορατή προοπτική να υποχωρήσει στο 60% μέσα στις επόμενες δύο
δεκαετίες.
Τι πήγε στραβά;
Απλώς το σύστημα ήταν πολύ ανελαστικό ώστε να εφαρμοστεί.
Πολύ συχνά, επέβαλε τη λήψη λανθασμένων δράσεων - όπως για
παράδειγμα την επιβολή λιτότητας κατά τη διάρκεια ύφεσης. Σε
τέτοιες περιπτώσεις, οι κυρώσεις απλώς επιδείνωναν την
κατάσταση. Όταν η πανδημία του κορονοϊού έπληξε την Ένωση το
2020, η ΕΕ ανέστειλε πλήρως το πλαίσιο των δημοσιονομικών
κανόνων.
Η αναθεώρηση του
Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που προτείνει η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισάγει την ευελιξία που απαιτείται,
μετατοπίζοντας την εστίαση από τα ετήσια στοιχεία στη
βιωσιμότητα των δημοσίων χρεών μεσοπρόθεσμα. Όπου είναι
απαραίτητο, απαιτεί από κάθε χώρα μέλος να καταρτίσει ένα
σχέδιο μείωσης του χρέους μετά από μια πολυετή μεταβατική
περίοδο. Η μη συμμόρφωση θα επιφέρει πολιτικά επονείδιστες
συνέπειες: όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο υπουργός
Οικονομικών της εκάστοτε χώρας θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις
ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η πρόταση δεν είναι
άρτια. Βασίζεται στο άνευ λόγου ασαφές μέτρο των
προσαρμοσμένων δημοσίων δαπανών για να κρίνει την πρόοδο ως
προς τη βιωσιμότητα του χρέους. Δίνει επίσης, πολύ μικρή
βαρύτητα στον ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τα
εθνικά δημοσιονομικά συμβούλια -αρχές ανεξάρτητες από τις
κυβερνήσεις, αλλά αρμόδιες για την κάθε χώρα- στη διασφάλιση
της πολιτικής συμμόρφωσης. Επιπλέον, οι μηχανισμοί επιβολής
των κανόνων θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Ωστόσο, θέτοντας
αξιόπιστους, εφικτούς στόχους και δίνοντας στις κυβερνήσεις
την ευκαιρία να αναλάβουν την ευθύνη των σχεδίων τους, το
νέο πλαίσιο θα μπορούσε να επιφέρει σημαντική βελτίωση σε
σχέση με το προηγούμενο.
Δυστυχώς, η τύχη του
νέου αυτού πλαισίου παραμένει ακόμη αβέβαιη. Η γερμανική
κυβέρνηση, για παράδειγμα, θέλει να συμπεριλαμβάνει έναν
σκληρό κανόνα που να απαιτεί τη σημαντική μείωση των δεικτών
χρέους προς ΑΕΠ που υπερβαίνουν το 60%, ακόμη και κατά τη
διάρκεια των μεταβατικών περιόδων. Κάτι τέτοιο θα επανέφερε
ένα βασικό ελάττωμα του προηγούμενου συστήματος. Και άλλες
όμως κυβερνήσεις εκφράζουν επίσης αμφιβολίες και
επιφυλάξεις.
Οι υφιστάμενοι
κανόνες υποτίθεται ότι θα τεθούν εκ νέου σε ισχύ στο τέλος
του τρέχοντος έτους. Εάν οι ηγέτες της Ευρώπης δεν
καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία έως τότε, οι αγορές
δικαίως θα αναρωτηθούν εάν θα το καταφέρουν ποτέ - και η
επακόλουθη αύξηση του κόστους δανεισμού θα μπορούσε να
επισπεύσει αυτήν ακριβώς την κρίση του ευρώ που έχει στόχο
να αποτρέψει η όλη προσπάθεια. Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης θα
πρέπει να υπογράψουν το νέο πλαίσιο χωρίς περαιτέρω
καθυστερήσεις. |