Το τρέχον έτος είναι πιθανό να αποδειχθεί πολύ δύσκολο για
εκείνες τις χώρες χαμηλού εισοδήματος και αναδυόμενων αγορών
οι οποίες υπήρξαν μεγάλοι δανειολήπτες στην αγορά κρατικού
χρέους. Μια σειρά από κρίσεις οι οποίες να επικεντρώνονται
σε αυτές τις χώρες φαντάζει σχεδόν αναπόφευκτη.
Τα παραπάνω
έγραψε σε πρόσφατο άρθρο άποψης ο
Bill Dudley στο
Bloomberg,
σχολιάζοντας εεπίσης πως καθώς
η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve)
αρχίζει να συσφίγγει τη νομισματική της πολιτική, το κόστος
χρηματοδότησης θα αυξάνεται και η πίστη θα γίνεται λιγότερο
διαθέσιμη, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια μειώνουν το κίνητρο
για τους επενδυτές να επεκταθούν προς τον τύπο απόδοσης τον
οποίο προσφέρουν αυτές οι χώρες. Ο δημοσιονομικός χώρος θα
είναι επίσης περιορισμένος επειδή η οικονομική τους ανάκαμψη είναι
πιθανό να υστερήσει σε σχέση με εκείνη των προηγμένων οικονομιών λόγω
της βραδύτερης προόδου στην ανοσοποίηση των πληθυσμών τους
κατά της Covid-19.
Το τέλος του μορατόριουμ το οποίο παρέχεται από την
Πρωτοβουλία Αναστολής Εξυπηρέτησης Χρέους - που εφαρμόζεται
από την G20 μαζί με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την
Παγκόσμια Τράπεζα - θα αυξήσει τις απαιτήσεις εξυπηρέτησης
του χρέους και θα αυξήσει την χρηματοοικονομική πίεση.
Όπως
γράφει ο αρθρογράφος του Bloomberg,
τι μπορεί να γίνει για να μετριαστεί η επερχόμενη κρίση; Θα
βοηθούσε περισσότερη βοήθεια από τους επίσημους θεσμούς και
την G20. Αυτό ωστόσο θα μπορούσε απλώς να αναβάλει την ημέρα
του απολογισμού και να υποτάξει κάπως τις απαιτήσεις των
ιδιωτών δανειστών.
Εκείνο το οποίο είναι απαραίτητο δεν είναι μόνο μεγαλύτερη
βοήθεια από πλευράς του επίσημου τομέα, αλλά και εκτεταμένη
μεταρρύθμιση προκειμένου να καταστεί το καθεστώς κρατικού
χρέους πιο εύρωστο και ανθεκτικό στις δυσμενείς παγκόσμιες
οικονομικές εξελίξεις.
Η επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας στην αγορά κρατικού χρέους
είναι ένα σημαντικό σημείο έναρξης. Οι πληροφορίες για τις
υποχρεώσεις των κρατών - δανειοληπτών είναι θλιβερά ελλιπείς,
ειδικά για τον ιδιωτικό τομέα και για ορισμένους μεγάλους
κρατικούς δανειστές, όπως η Κίνα. Σε πολλές περιπτώσεις,
είναι αδύνατο να κριθεί πόσο μεγάλες είναι οι υποχρεώσεις,
πότε λήγουν, πόσο είναι το κόστος των τόκων και άλλοι όροι
και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης των εξασφαλίσεων οι
οποίες πιθανόν να έχουν δεσμευτεί για την προστασία του
δανείου.
Η
έλλειψη διαφάνειας αποδυναμώνει το καθεστώς του δημόσιου
χρέους με διάφορους τρόπους. Πρώτον, επειδή είναι δύσκολο να
κριθεί το συνολικό επίπεδο του ανεξόφλητου χρέους, η σύνθεση
και η διάρθρωσή του, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η
πιστοληπτική ικανότητα του κρατικού οφειλέτη και η ικανότητά
του να εξυπηρετεί το χρέος του όταν επιδεινώνεται το
οικονομικό περιβάλλον.
Δεύτερον, καθιστά δύσκολη την έγκαιρη αναδιάρθρωση του
χρέους, δηλαδή εκείνη η οποία συμβαίνει πριν η προοπτική
αθέτησης υποχρεώσεων οδηγήσει σε "σκληρή" διακοπή του
δανεισμού και φυγή κεφαλαίων από τη χώρα. Η έλλειψη γνώσης
ως προς το ποιες άλλες υποχρεώσεις εκκρεμούν και υπό ποιους
όρους, καθιστά αδύνατο για τους δανειστές να κρίνουν τι
είδους "κούρεμα" και αναδιάρθρωση χρειάζεται προκειμένου να
διασφαλιστεί ότι τα βάρη του χρέους μπορούν να καταστούν
βιώσιμα.
Τρίτον, η έλλειψη διαφάνειας αυξάνει την επικινδυνότητα του
δανεισμού. Εάν ένας τρέχων ή υποψήφιος δανειστής δεν
γνωρίζει πόσο άλλο χρέος εκκρεμεί και υπό ποιους όρους, πώς
μπορεί να κρίνει εύλογα εάν ένα νέο δάνειο είναι φερέγγυο;
Αυτό οδηγεί σε υψηλότερο πιστωτικό κόστος με την πάροδο του
χρόνου, καθώς οι δανειστές τιμολογούν τον κίνδυνο η
επιβάρυνση του χρέους να είναι δυνητικά σημαντικά υψηλότερη
ή με όρους πιο επαχθείς από την εκτίμησή τους.
Κατά την άποψή μου, πρέπει να υπάρξει διαρκής προσπάθεια εκ
μέρους του επίσημου και του ιδιωτικού τομέα προς ένα
καθεστώς διαφάνειας. Κάτι τέτοιο θα περιελάμβανε όχι μόνο
λεπτομερή καταγραφή των όρων και προϋποθέσεων των χρεωστικών
υποχρεώσεων ενός κράτους - δανειολήπτη, αλλά και
διαδικαστική διαφάνεια στην οποία οι προσπάθειες
αναδιάρθρωσης θα εμπλέκουν τον ιδιωτικό τομέα - σε πρώιμο
στάδιο - σε συνεργασία με τους επίσημους δανειοδοτικούς
θεσμούς.
Η υποστήριξη προς τη μεγαλύτερη διαφάνεια προέρχεται τόσο
από επίσημους θεσμούς, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα,
όσο και από ομάδες υπεράσπισης συμφερόντων οι οποίες
συνδέονται με τον ιδιωτικό τομέα, όπως το Διεθνές
Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF). Και, με την υποστήριξη
και των δύο πλευρών, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας
και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δημιουργεί τώρα ένα "αποθετήριο
δεδομένων" για το δημόσιο χρέος.
Μολονότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, δεν είναι αρκετό και
απαιτείται πιο ουσιαστική μεταρρύθμιση. Ειδικότερα, το
σύστημα πρέπει να αλλάξει έτσι ώστε τόσο οι δανειστές όσο
και οι δανειολήπτες να έχουν ισχυρό κίνητρο να αποκαλύπτουν
στοιχεία εξαρχής.
Η
αποκάλυψη συνήθως δεν πραγματοποιείται επειδή κρίνεται ότι
δεν είναι προς το συμφέρον του δανειστή ή του δανειολήπτη.
Αν και κάθε δανειστής θα ήθελε να γνωρίζει τη θέση στην
οποία βρίσκεται το άλλο μέρος προκειμένου να κρίνει την
ικανότητα του δανειολήπτη, ο ίδιος αυτός δανειστής
εξακολουθεί να έχει οικονομικό κίνητρο να κρατά τα δικά του
"χαρτιά" κρυφά από άλλους πιθανούς δανειστές και
ανταγωνιστές.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να ενθαρρύνει κανείς τη
μεγαλύτερη αποκάλυψη στοιχείων. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ και η
Παγκόσμια Τράπεζα θα μπορούσαν να εξαρτήσουν την πρόσβαση
στη χρηματοδότηση από την ικανοποιητική γνωστοποίηση
στοιχείων. Ή οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
θα μπορούσαν να λαμβάνουν ρητά υπ’ όψη τη γνωστοποίηση
στοιχείων και τη διαφάνεια στις αποφάσεις τους, με τη
διαφάνεια να οδηγεί σε υψηλότερες αξιολογήσεις.
Έγγραφο το οποίο δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα από την
Επιτροπή του Μπρέτον Γουντς, της οποίας προεδρεύω - "Διαφάνεια
χρέους: Το βασικό σημείο εκκίνησης για επιτυχημένη
μεταρρύθμιση" - εξηγεί λεπτομερώς τι πρέπει να γίνει και πώς
θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Έτερη
αναγκαία αλλαγή είναι η μεγαλύτερη διαδικαστική διαφάνεια
στον τρόπο με τον οποίο ο ιδιωτικός τομέας εντάσσεται στη
διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους. Αυτό πρέπει να
συμβαίνει σε πολύ προγενέστερο στάδιο και με πιο διαφανή και
ολοκληρωμένο τρόπο.
Ιστορικά, η αναδιάρθρωση δημόσιου χρέους έχει διενεργηθεί
κυρίως μεταξύ των επίσημων δανειστών και του
κράτoυς-δανειολήπτη, με τους ιδιώτες δανειστές να
παρουσιάζονται στο τέλος της διαδικασίας μπροστά σε ένα
τετελεσμένο γεγονός σχετικά με το τι αναμένεται από αυτούς
και τη θέση τους ως πιστωτές.
Κάτι τέτοιο όχι μόνο οδηγεί σε δυσπιστία και λιγότερη
εμπλοκή, αλλά και επιβραδύνει τη διαδικασία αναδιάρθρωσης
και οδηγεί σε κατώτερα των προσδοκώμενων αποτελέσματα. Το
ζήτημα εδώ είναι ότι οι συνεργατικές λύσεις μπορούν να
οδηγήσουν σε καλύτερα αποτελέσματα από τις αμιγώς
ανταγωνιστικές. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο, ο
ιδιωτικός τομέας πρέπει να συμμετάσχει περισσότερο στη
διαδικασία αναδιάρθρωσης.
Τώρα είναι η ώρα να εφαρμόσουμε μια παγκόσμια ατζέντα
διαφάνειας προτού το επόμενο κύμα άτακτων χρεοκοπιών
απειλήσει με μια νέα γενικευμένη κρίση χρέους.
|