]«Ενα δισ. εδώ, ένα
δισ. εκεί», είπε ο γερουσιαστής του Ιλινόις Εβερετ Ντίρκσεν
για το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ στα μέσα της
δεκαετίας του 1960, «και πολύ σύντομα φθάνουμε να μιλάμε για
πολλά χρήματα». Όπως χαρακτηριστικά έγραψε το Reuters σε
πρόσφατη ανάλυση του, τον Σεπτέμβριο το Γραφείο
Προϋπολογισμού του Κογκρέσου ανέφερε ότι το δημόσιο έλλειμμα
το οικονομικό έτος Οκτωβρίου 2022 – Σεπτεμβρίου 2023 είχε
φθάσει το 1,7 τρισ. δολάρια. Αυτό είναι κοντά στο 7% του
ΑΕΠ. Από την εποχή του Ντίρκσεν το κρατικό χρέος των ΗΠΑ
τριπλασιάστηκε σε περίπου 120% του ΑΕΠ. Οι επενδυτές δεν
φαίνεται να συμμερίζονται την αίσθηση ειρωνείας του
γερουσιαστή μπροστά σε αυτούς τους τεράστιους αριθμούς.
Επειτα από απότομη άνοδο καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 και
στη συνέχεια σταθεροποίηση το πρώτο εξάμηνο του 2023, η
αγορά των αμερικανικών ομολόγων του Δημοσίου έχει ξεπουλήσει
απότομα και πάλι το τελευταίο τρίμηνο, εκτινάσσοντας τις
αποδόσεις των μακροχρόνιων τίτλων, με την απόδοση του
αμερικανικού 30ετούς ομολόγου πάνω από το 5%.
Βέβαια, η απαίτηση
υψηλότερων αποδόσεων μπορεί να είναι μια λογική απάντηση στη
διόγκωση των ελλειμμάτων και του χρέους. Ωστόσο, οι νευρικοί
επενδυτές επιδεινώνουν την κατάσταση. Τα έξοδα για τόκους
του αυξήθηκαν κατά ένα τρίτο, στα 711 δισ. δολ., το
οικονομικό έτος 2023, ήτοι περισσότερο από τον συνολικό
λογαριασμό για το προνοιακό πρόγραμμα υγείας Medicaid και
λιγότερο από τις αμυντικές δαπάνες ενός έτους. Σε αντίθεση
με πολλές εταιρείες και νοικοκυριά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν
«κλείδωσε» τα χαμηλά επιτόκια της τελευταίας δεκαετίας,
εκδίδοντας μακροπρόθεσμους τίτλους. Αυτό την έχει αφήσει
εκτεθειμένη σε μεγάλο βαθμό στον οδυνηρό αντίκτυπο των
υψηλότερων επιτοκίων. Την περασμένη εβδομάδα, ο θρυλικός
επενδυτής Στάνλεϊ Ντρακενμίλερ το χαρακτήρισε ως «τη
μεγαλύτερη γκάφα στην ιστορία του υπουργείου Οικονομικών».
Αυτό μπορεί να μην είναι υπερβολή. Ο φόβος που καταδιώκει
τις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ότι η κυβέρνηση της
μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο και εκδότρια του μοναδικού
αληθινού αποθεματικού της νομίσματος διατρέχει τον κίνδυνο
να περιπέσει σε παγίδα χρέους. Κανονικά, οι επενδυτές σε
αμερικανικούς τίτλους σταθερού εισοδήματος ασχολούνται με
την ανιαρή εργασία της τιμολόγησης των επόμενων κινήσεων της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Τώρα διερωτώνται εάν το δημόσιο
χρέος είναι βιώσιμο. Το «κλειδί», πάντως, βρίσκεται στην
αξιολόγηση των περιορισμένου εύρους επιλογών της Ουάσιγκτον
για να θέσει υπό έλεγχο τα γιγαντιαία χρέη της.
H πρώτη επιλογή
επαναφοράς στη βιωσιμότητα είναι η επίτευξη υψηλότερης
ανάπτυξης. Η δεύτερη είναι η στόχευση στο πρωτογενές
δημοσιονομικό πλεόνασμα με συνδυασμό περικοπών δαπανών και
αυξήσεων φόρων. Η τρίτη, τέλος, είναι η διατήρηση των
πραγματικών επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα. |