Εάν κατανοούμε τις αιτίες των οικονομικών κρίσεων και πώς να
τις αποτρέψουμε, τότε γιατί τις επαναλαμβάνουμε; Αυτή ήταν η
προκλητική ερώτηση που τέθηκε σε μια ομάδα αξιωματούχων
ρυθμιστικών Αρχών, ακαδημαϊκών και επενδυτών στη Σχολή
Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου την
περασμένη εβδομάδα.
Όπως έγραψε σε πρόσφατο δημοσίευμα του το Reuters. Οι
συμμετέχοντες και συμμετέχουσες, που συγκεντρώθηκαν για να
τιμήσουν τη 10η επέτειο του Κέντρου Συστημικού Κινδύνου του
πανεπιστημίου, κατέληξαν σε ένα νηφάλιο συμπέρασμα: παλιά
προβλήματα και νέοι κίνδυνοι δημιουργούν τις προϋποθέσεις
για περισσότερες αναταράξεις. Τα τελευταία χρόνια τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι ρυθμιστικές Αρχές
βρίσκονται ενώπιον σωρείας προβλημάτων, όπως η ακραία
αναταραχή της αγοράς λόγω κορωνοϊού, η κατάρρευση των
επενδυτικών κεφαλαίων Archegos, τα προβλήματα δημοσίου
χρέους της Βρετανίας, καθώς και οι πτωχεύσεις της Credit
Suisse και αρκετών περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ λίγους
μήνες αργότερα.
Οι
πιθανές πηγές προβλημάτων είναι πέντε ειδών. Η πρώτη αφορά
την προσπάθεια να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες έχουν
μεγαλύτερους μηχανισμούς απορρόφησης των σοκ. Οι
χρηματιστηριακοί – επενδυτικοί όμιλοι στις ΗΠΑ έχουν τώρα
περιουσιακά στοιχεία αξίας λιγότερο από 20 φορές τα ίδια
κεφάλαιά τους εν συγκρίσει με περισσότερα από 40 φορές πριν
από την κρίση, τόνισε ο Χιουν Σονγκ Σιν, οικονομικός
σύμβουλος και επικεφαλής έρευνας στην Τράπεζα Διεθνών
Διακανονισμών. Κι αυτό συμβαίνει διότι το ρίσκο έχει
μετατοπιστεί από τις παραδοσιακές τράπεζες.
Η
μετατόπιση δημιουργεί νέες πηγές άγχους, όπως ανακάλυψαν οι
κεντρικές τράπεζες στις αρχές του 2020, όταν παρενέβησαν
προς αρωγή των ομολογιακών αγορών, που είχαν τρομοκρατηθεί
από την πανδημία. Ωστόσο, όμιλοι διαχείρισης περιουσιακών
στοιχείων, όπως οι Blackstone, Apollo Global
Management κ.ά., συνεχίζουν να κινούνται επιθετικά στις
ιδιωτικές αγορές, κατά καιρούς παρακάμπτοντας εντελώς τις
τράπεζες. Ο διευθύνων σύμβουλος της Apollo, Μαρκ Ρόουαν,
υποστηρίζει ότι αυτές οι δομές είναι πιο εύρωστες επειδή
έχουν μικρότερη μόχλευση. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους
τραπεζικούς καταθέτες, οι επενδυτές δεν μπορούν να αποσύρουν
γρήγορα τα χρήματά τους. Ωστόσο, δεδομένης της ανάπτυξης των
ιδιωτικών αγορών, οι πραγματικές συνέπειες μιας ξαφνικής
ύφεσης δύσκολα προβλέπονται.
Η
δεύτερη πηγή προβλημάτων είναι ότι οι τράπεζες έχουν αρχίσει
να μοιάζουν μεταξύ τους και οι ρυθμιστικές Αρχές φέρουν
κάποια ευθύνη. Οι αυστηρότεροι κανόνες καθιστούν λιγότερο
πιθανό ότι διαφορετικές τράπεζες θα ακολουθήσουν άλλα
επιχειρηματικά μοντέλα, υποστήριξε ο Τζον Ντάνιελσον,
διευθυντής του Κέντρου Συστημικού Κινδύνου. Το αποτέλεσμα
είναι ένα σύστημα όπου ένας μικρός αριθμός μεγάλων τραπεζών
κάνουν παρόμοια πράγματα. Οταν κάτι πάει στραβά, τα
προβλήματα είναι απίθανο να περιοριστούν σε ένα ίδρυμα.
Ενα τρίτο ζήτημα είναι ότι ο τραπεζικός τομέας έχει
εξελιχθεί. Μετά το 2008 οι τραπεζικές διοικήσεις αποφάνθηκαν
ότι οι καταθέσεις πελατών ήταν σταθερότερη πηγή
χρηματοδότησης από τη χρηματοδότηση χονδρικής, η οποία
στερεύει με το που ανακύπτει ένα πρόβλημα. Ωστόσο, οι
χρεοκοπίες τραπεζών του 2023 και στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού τις ανάγκασαν σε επανεξέταση.
Μια τέταρτη αιτία προβλημάτων είναι πως το χρηματοπιστωτικό
σύστημα εξακολουθεί να υποφέρει από θεμελιώδεις αδυναμίες,
όπως το ότι οι εταιρείες αφαιρούν τους τόκους του χρέους από
τους φόρους – έτσι δημιουργείται προκατάληψη για τον
δανεισμό. Τέλος, ακόμη μία πηγή προβλημάτων, κατά τον
βετεράνο οικονομολόγο Τσαρλς Γκούτχαρτ, είναι το ευρέως
διαδεδομένο σύστημα περιορισμένης ευθύνης. Αυτό επιτρέπει σε
τράπεζες και επιχειρηματίες να αναλαμβάνουν ρίσκα,
γνωρίζοντας ότι δεν θα φέρουν προσωπικά ευθύνη σε περίπτωση
αποτυχίας. Η αμοιβή βάσει μετοχών, η οποία συνδέει την
περιουσία των στελεχών με το πιο επικίνδυνο μέρος της
κεφαλαιακής διάρθρωσης, προσφέρει περαιτέρω κίνητρα για
στοιχήματα. «Εχουμε βασίσει το καπιταλιστικό μας σύστημα
στον ηθικό κίνδυνο», τόνισε εν κατακλείδι ο Τσαρλς
Γκούτχαρτ.
|