Η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (ΕΚΤ) διαθέτει ακόμα περιθώρια για περαιτέρω μείωση
των επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί, σύμφωνα με τον
Πιέρο Τσιπολόνε, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Παράλληλα, προειδοποίησε ότι η εμπορική σύγκρουση μεταξύ
Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας ενδέχεται να έχει αρνητικές
συνέπειες για την οικονομία της Ευρωζώνης.
Από τον Ιούνιο του
προηγούμενου έτους, η ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε πέντε μειώσεις
επιτοκίων, καθώς η ανησυχία για την οικονομική ανάπτυξη
αρχίζει να επικρατεί έναντι των φόβων για τον πληθωρισμό. Οι
επενδυτές αναμένουν τουλάχιστον τρεις επιπλέον μειώσεις μέσα
στο έτος, προκειμένου να τονωθεί μια οικονομία που
δυσκολεύεται να ανακάμψει έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια
στασιμότητας. «Υπάρχει ακόμα χώρος για περαιτέρω μείωση των
επιτοκίων», ανέφερε ο Τσιπολόνε σε συνέντευξή του στο
πρακτορείο Reuters. Ωστόσο, τόνισε ότι οι αυξημένες τιμές
ενέργειας και οι διεθνείς εμπορικές εντάσεις δημιουργούν
αβεβαιότητα, καθιστώντας δύσκολο να προβλεφθεί μια
συγκεκριμένη νομισματική πολιτική, ακόμα και για μια ήδη
προεξοφλημένη μείωση των επιτοκίων τον Μάρτιο.
Αν και από τον
Δεκέμβριο η οικονομία της Ευρωζώνης δεν έχει μεταβληθεί
σημαντικά, η ΕΚΤ εξακολουθεί να προβλέπει τέσσερις μειώσεις
επιτοκίων το 2025, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης που
πραγματοποιήθηκε ομόφωνα τον Νοέμβριο. «Υπάρχει γενική
συμφωνία για την κατεύθυνση που ακολουθούμε και τα θεμελιώδη
μεγέθη δεν έχουν αλλάξει σημαντικά, επομένως δεν αναμένω
μεγάλες διαφοροποιήσεις», σημείωσε ο Τσιπολόνε, προσθέτοντας
ότι η σύγκλιση του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2% συνάδει
με τη μείωση των επιτοκίων.
Ο πληθωρισμός
διαμορφώθηκε στο 2,5% τον Ιανουάριο, αλλά η ΕΚΤ εκτιμά ότι
θα επιστρέψει στον στόχο του 2% το καλοκαίρι, ύστερα από
τέσσερα χρόνια υπερβάσεων. Παρόλα αυτά, ο μεγαλύτερος
παράγοντας αβεβαιότητας αυτή τη στιγμή είναι η εμπορική
πολιτική των ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την
ευρωπαϊκή οικονομία, ακόμα και πριν επιβληθούν άμεσοι
εμπορικοί φραγμοί στην Ευρώπη.
«Αυτό που με
ανησυχεί περισσότερο είναι το ενδεχόμενο ενός πλήρους
εμπορικού πολέμου μεταξύ του προέδρου Τραμπ και της Κίνας»,
τόνισε ο Τσιπολόνε, εξηγώντας ότι η Κίνα κατέχει το 35% της
παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει
δασμούς 10% σε όλα τα κινεζικά εισαγόμενα προϊόντα, με την
Κίνα να απαντά με αντίστοιχα μέτρα. Ο αποκλεισμός από την
αμερικανική αγορά θα μπορούσε να αναγκάσει την Κίνα να
αναζητήσει νέες διεξόδους για τα προϊόντα της, ενδεχομένως
διοχετεύοντας φθηνότερα αγαθά στην Ευρώπη, γεγονός που θα
ασκούσε καθοδικές πιέσεις στις τιμές και θα επηρέαζε την
οικονομική ανάπτυξη.
Μελέτες του
Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Πίτερσον δείχνουν ότι, αν
και οι δασμοί θα επηρέαζαν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη
των ΗΠΑ, η χώρα θα υφίστατο μικρότερες συνέπειες σε σύγκριση
με τους εμπορικούς της εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της
Ευρώπης.
|