Οκτώ μήνες πριν από
τις εκλογές οι Αμερικανοί αισθάνονται ελαφρώς καλύτερα για
την κατάσταση της οικονομίας, διότι ο πληθωρισμός υποχωρεί
και η αγορά εργασίας παραμένει
σταθερή, αλλά ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν
φαίνεται πως ωφελείται. Μεταξύ των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων
σε εθνικό επίπεδο, το 26% πιστεύει ότι η οικονομία είναι
καλή ή εξαιρετική, σύμφωνα με δημοσκόπηση στα τέλη
Φεβρουαρίου από τους New York Times και το Κολέγιο Σιένα. Το
ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες από τον
Ιούλιο.
Όπως έγραψε το
Bloomberg σε πρόσφατη ανάλυση του, η τάση αυτή εμφανίστηκε
δυσανάλογα μεταξύ των παλαιότερων Δημοκρατικών, μια εκλογική
ομάδα που είναι ήδη πιθανό να ψηφίσει τον Τζο Μπάιντεν. Και
το ποσοστό των ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι εγκρίνουν τη
δουλειά που κάνει ο ίδιος, έχει πράγματι μειωθεί στο 36% από
το 39% πέρυσι τον Ιούλιο. Παρόλο που ο πληθωρισμός εξασθενεί
από τα μέσα του 2023 –και η αύξηση των μισθών έχει ξεπεράσει
πρόσφατα τον ρυθμό ανόδου των τιμών, τουλάχιστον κατά μέσον
όρο– πολλοί Αμερικανοί δεν βλέπουν ακόμη το πρόβλημα να έχει
λυθεί. Σχεδόν τα δύο τρίτα των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στη
δημοσκόπηση των Times/Siena βαθμολόγησαν τις τιμές των τροφίμων και
των καταναλωτικών αγαθών ως μη ικανοποιητικές.
Βέβαια, ο κύκλος του
Αμερικανού προέδρου έχει επισημάνει μια σειρά από ενδείξεις
ότι η οικονομία έχει ανακάμψει αξιοσημείωτα από τότε που
ανέλαβε την εξουσία, συμπεριλαμβανομένης της ανεργίας κάτω
από το 4% για δύο χρόνια και του χρηματιστηρίου με
το ένα ρεκόρ να διαδέχεται το άλλο. Ωστόσο παρατηρείται μία
επίμονη τάση που μπερδεύει δημοσκόπους και οικονομολόγους,
διότι αυτά τα θεμελιώδη στοιχεία σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν
αντικατοπτριστεί σε δημοσκοπήσεις. Το 40% των ερωτηθέντων
είπε ότι η οικονομία ήταν χειρότερη από ό,τι προ ενός έτους
σε σύγκριση με το 23% που πίστευε ότι ήταν καλύτερη.
«Για μένα,
προσωπικά, τα πράγματα είναι κάπως καλά», είπε η Μαίρη
Σάντμπεργκ, μια 45χρονη Δημοκρατική ψηφοφόρος στο Κάνσας.
«Για πολλούς ανθρώπους, αυτό δεν ισχύει». Η ίδια ζει σε μια
αγροτική περιοχή, όπου ο μισθός της νοσηλεύτριας επαρκεί να
συντηρήσει οικογένεια και να έχει σπίτι. Βλέπει όμως φίλους
να εργάζονται έξι μέρες την εβδομάδα, χωρίς να περισσεύουν
σχεδόν καθόλου χρήματα και ανησυχεί μήπως τα παιδιά της δεν
αποκτήσουν ποτέ δικό τους σπίτι. Η κ. Σάντμπεργκ δεν
κατηγορεί τον Τζο Μπάιντεν, αντίθετα στρέφεται κατά των
εταιρειών για την άνοδο των τιμών και στους Ρεπουμπλικανούς
στο Κογκρέσο, που εμποδίζουν τις προσπάθειες των
Δημοκρατικών να βοηθήσουν.
Η Κάθριν Μπιζεντάι,
25 ετών, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 2020, τη στιγμή
που η πανδημία διέκοπτε τη λειτουργία μεγάλου μέρους της
οικονομίας των ΗΠΑ. Εχει περάσει τα τελευταία χρόνια από τη
μία χαμηλά αμειβόμενη εργασία στην άλλη στο λιανεμπόριο,
ζώντας με τη μητέρα της στο Νιου Τζέρσεϊ. Ο Τζο Μπάιντεν,
είπε, έχει κάνει ελάχιστα για να βοηθήσει ανθρώπους σαν
αυτήν – και σε αυτό το σημείο δεν είναι σίγουρη ότι θα
ψηφίσει τον Νοέμβριο. «Ειλικρινά δεν έχω δει μεγάλη διαφορά
σε μένα προσωπικά», σημείωσε η κ. Μπιζεντάι. «Η αναζήτηση
εργασίας δεν βελτιώθηκε, ούτε και το εισόδημά μου».
Ωστόσο υπάρχουν
ενδείξεις ότι η αξιολόγηση των Αμερικανών για την οικονομία
μπορεί να αντιστραφεί. Το 30% των ερωτηθέντων στη
δημοσκόπηση των Times/Siena αναμένει ότι η οικονομία θα
είναι καλύτερη σε ένα χρόνο από τώρα. Τέλος, το ποσοστό των
ερωτηθέντων που αξιολογούν την οικονομία ως καλή ή άριστη,
αν και εξακολουθεί να είναι χαμηλό, έχει αυξηθεί από τον
Ιούλιο σε όλες σχεδόν τις δημογραφικές ομάδες και τις ομάδες
με κριτήριο το μορφωτικό επίπεδο. |