Τα χρήματα δεν
μπορούν να αγοράσουν την αγάπη και όταν
ο πληθωρισμός εκτινάσσεται στα ύψη, είναι πιο δύσκολο να
αγοράσεις κι άλλα σημαντικά πράγματα. Η απογοήτευση είναι
μεγαλύτερη για τους φτωχότερους. Αν και ορισμένες εταιρείες
αρχίζουν να μειώνουν τις τιμές για να επαναφέρουν την
πελατεία τους, ένα γεύμα 5 δολαρίων και ένα μπλουζάκι με
έκπτωση δεν αρκούν να κάνουν τους Αμερικανούς να αισθάνονται
πολύ καλύτερα για την οικονομία.
Όπως έγραψε το
Reuters σε πρόσφατη ανάλυση του, όταν οι Μπιτλς τραγούδησαν
για την αχρηστία του νομίσματος σε ό,τι αφορά τις υποθέσεις
της καρδιάς, ξεκίνησαν το ρεφρέν με το «I don’t care too
much for money» – δεν με νοιάζουν τόσο πολύ τα χρήματα.
Είναι κάτι ακόμη πιο περίεργο, 60 χρόνια μετά την κυκλοφορία
της επιτυχίας τους, αν και όσοι βρίσκονται στο χαμηλότερο
άκρο της εισοδηματικής πυραμίδας πέρασαν καλύτερα τελευταία.
Αρχής γενομένης από
το 2019, το 25% των Αμερικανών με τους χαμηλότερους
μισθούς αμείβεται κατά μέσον όρο 5,4% περισσότερο ετησίως σε
σύγκριση με τις αυξήσεις 3,8% για το 25% των υψηλότερων
εισοδημάτων της χώρας, σύμφωνα με υπολογισμούς του
Breakingviews. Η ανάκαμψη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην
ακμάζουσα οικονομία των ΗΠΑ και τη χαμηλή ανεργία. Παρά τις
προβλέψεις για ύφεση, η παραγωγή της χώρας αυξήθηκε 2,5%
πέρυσι, ρυθμός υψηλότερος των άλλων προηγμένων οικονομιών,
εκτός Ισπανίας.
Το 2024 η οικονομική
ανάπτυξη προβλέπεται να επιταχυνθεί περαιτέρω, ενώ
η ανεργία μειώθηκε αιφνιδιαστικά από το σχεδόν 15%, στο
αποκορύφωμά της στα μέσα του 2020, στο 4% ή χαμηλότερα από
τον Ιανουάριο του 2022. Βέβαια, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα
των ΗΠΑ διεξήγαγε έρευνα σε οικογένειες με ετήσιο εισόδημα
κάτω των 25.000 δολαρίων πέρυσι τον Οκτώβριο και ρώτησε εάν
οι αλλαγές στις τιμές συγκριτικά με το 2023 επιδείνωσαν τα
οικονομικά τους, η απάντηση ήταν καταφατική. Μεταξύ όσων
κερδίζουν περισσότερα από 100.000 δολάρια, μόνο το 69%
συμφώνησε, ωστόσο. Οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις της
χώρας σε σύγκριση με τα κενά στο γενικότερο κλίμα προκαλούν
σύγχυση σε οικονομολόγους και πολιτικούς.
Οποιοι κι αν είναι
οι λόγοι, ωστόσο, το πρόβλημα θα διαδραματίσει σημαντικό
ρόλο στις εκλογές του Νοεμβρίου. Μια πιθανή εξήγηση για το
ασύμβατο μεταξύ αυξημένων μισθών και ανησυχίας για τα
οικονομικά συνίσταται στο ότι η αντίληψή μας συνήθως είναι
χειρότερη από την πραγματικότητα. Αυτή θα ήταν μια παραλλαγή
του νεολογισμού «vibecession» – δονησύφεση, που επινοήθηκε
από την οικονομική αναλύτρια Κάιλα Σκάνλον. Οι κακές
δονήσεις αιτιολογούνται από τις αυξήσεις των τιμών, οι
οποίες τροφοδοτήθηκαν εν μέρει από τα τεράστια ποσά που
διοχετεύθηκαν στην οικονομία λόγω πανδημίας.
Τα δεδομένα έρχονται
προς επίρρωση της αίσθησης των πολιτών. Οι καταναλωτές σε
όλα τα εισοδηματικά επίπεδα πληρώνουν 23% περισσότερο για
αγαθά και υπηρεσίες, ακριβώς όπως το 2019 προ πανδημίας.
Ωστόσο, τα φτωχότερα νοικοκυριά ζούσαν χειρότερα από τον
μέσο Αμερικανό για δύο λόγους. Πρώτον, αγόρασαν αντικείμενα
που ήταν πολύ πιο ακριβά από τη μέση αύξηση. Οι καταναλωτές
με χαμηλότερο εισόδημα τείνουν να ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος
του εισοδήματός τους για ενοίκια, τα οποία ανήλθαν 6% και 8%
το 2022 και το 2023 αντίστοιχα, συγκριτικά με τα προηγούμενα
έτη. Δεύτερον, χρησιμοποιούν περίπου το ένα τρίτο του
εισοδήματός τους για τρόφιμα από το σούπερ μάρκετ και φαγητό
απ’ έξω, δύο κατηγορίες με αύξηση τιμών άνω του 11% και
σχεδόν 8% μόνο το 2022. Πάντως, οι πλουσιότεροι Αμερικανοί
αφιερώνουν μόλις το 8% του εισοδήματός τους στα τρόφιμα,
σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. |