Το γαλλικό κοινωνικό
μοντέλο, που συνδύαζε δημόσιες επενδύσεις, ισχυρό κράτος
πρόνοιας και κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα, βρίσκεται σε
τροχιά παρακμής. Ο νέος πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά
Μπαϊρού –ο τέταρτος σε διάστημα μόλις ενός έτους–
αναγνωρίζει τις σοβαρές προκλήσεις που έχει μπροστά του: το
αυξανόμενο χρέος, τις πολιτικές διαμάχες και, κυρίως, τον
κοινωνικό κατακερματισμό. Παρά τις δυσκολίες, κατόρθωσε να
διατηρήσει ενιαία την κυβέρνησή του και να εξασφαλίσει την
έγκριση του προϋπολογισμού για το 2025. Ωστόσο, οι ανησυχίες
για το μέλλον της χώρας παραμένουν έντονες, με το 87% των
Γάλλων να πιστεύει ότι η χώρα παρακμάζει.
Η πολιτική και
οικονομική ανασφάλεια έχει ενισχύσει τις συντηρητικές φωνές
που προβάλλουν ζητήματα όπως η μετανάστευση, η
εγκληματικότητα και ο ρόλος του Ισλάμ στη γαλλική κοινωνία,
διαμορφώνοντας ένα έντονο αίσθημα υπεράσπισης της εθνικής
ταυτότητας. Ταυτόχρονα, η γαλλική οικονομία πλήττεται από
πληθωρισμό, μειωμένες επενδύσεις και την αποδυνάμωση των
παραδοσιακών βιομηχανιών, ενώ το πιο ανησυχητικό φαινόμενο
είναι η σταδιακή απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στο
κράτος.
Η κατάρρευση του
κοινωνικού μοντέλου
Το κοινωνικό κράτος
της μεταπολεμικής Γαλλίας, που αποτέλεσε σύμβολο
σταθερότητας και προόδου, έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα.
Δεκαετίες ιδιωτικοποιήσεων και περικοπών στις δημόσιες
υπηρεσίες, υπό το πρόσχημα της βελτίωσης της οικονομικής
αποδοτικότητας, οδήγησαν στην αποδυνάμωση του εκπαιδευτικού
και υγειονομικού συστήματος. Η πανδημία, παρά το κύμα
στήριξης προς τους επαγγελματίες υγείας, αποκάλυψε τις
αδυναμίες του γαλλικού κράτους πρόνοιας. Οι πολίτες πλέον
εμπιστεύονται περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τον
στρατό και την αστυνομία, παρά τις δημόσιες δομές.
Οι πολιτικές
ηγεσίες, τόσο της Κεντροαριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς,
επέβλεψαν αυτή την «ελεγχόμενη παρακμή» του κοινωνικού
μοντέλου. Καθώς το κράτος αποσύρεται, οι πολίτες καλούνται
να εργαστούν περισσότερο, χωρίς ανάλογες αυξήσεις στους
μισθούς τους, γεγονός που εντείνει τη δυσπιστία απέναντι στο
σύστημα.
Η άνοδος της
Ακροδεξιάς
Η Εθνική Συσπείρωση
της Μαρίν Λεπέν έχει εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια που
επικρατεί σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Αν και συχνά
παρουσιάζεται ως επιλογή διαμαρτυρίας των εργατών, το κόμμα
της κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερη στήριξη από τη μεσαία
τάξη. Η Λεπέν εμφανίζεται ως υπερασπιστής του παραδοσιακού
γαλλικού κοινωνικού μοντέλου, προσελκύοντας τόσο
μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους που βλέπουν την καριέρα
τους να πλήττεται, όσο και νεότερους που δεν πιστεύουν πλέον
ότι το κράτος μπορεί να τους προσφέρει προοπτικές.
Το κόμμα της Λεπέν
εκμεταλλεύεται την οικονομική ανασφάλεια, αντιτιθέμενο σε
αυξήσεις φόρων και προβάλλοντας ως υπαίτιους της κρίσης τις
εθνοτικές μειονότητες και τους μετανάστες. Παράλληλα, οι
υποστηρικτές της υιοθετούν μια νέα πολιτισμική ταυτότητα,
δίνοντας έμφαση στην ατομική αυτάρκεια και την ιδιοκτησία
κατοικίας ως μέσα διατήρησης της αυτονομίας τους.
Η Γαλλία βρίσκεται
σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η αμφισβήτηση των
παραδοσιακών θεσμών και η διάχυτη οικονομική αβεβαιότητα
δίνουν έδαφος σε πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται
αποκατάσταση της εθνικής υπερηφάνειας, αλλά μέσα από μια
συντηρητική και πολλές φορές διχαστική ατζέντα.
|