Εντονες αντιδράσεις
προκαλούν στους τραπεζικούς κύκλους της Γουόλ
Στριτ οι νέοι ρυθμιστικοί κανόνες που καταρτίστηκαν
για τον κλάδο από τις αρμόδιες αρχές και αναμένεται να
οριστικοποιηθούν το 2024, ενώ μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου τελούν
υπό διαβούλευση.
Όπως έγραψε το
Reuters σε πρόσφατη ανάλυση του, ο διευθύνων σύμβουλος του
κολοσσού JPMorgan Chase, Τζέιμι Ντάιμον, άσκησε σκληρή
κριτική, επισημαίνοντας ότι η πρόταση να απαιτηθεί από τις
τράπεζες να αφιερώσουν περισσότερα κεφάλαια για την
προστασία τους έναντι κινδύνου ήταν «πάρα πολύ
απογοητευτική» και δεν είχε αποσαφηνιστεί από τους αρμοδίους
το όλο σκεπτικό. Τα σχετικά ανέφερε ο κ. Ντάιμον μιλώντας σε
συνέδριο στη Νέα Υόρκη απευθυνόμενος σε επενδυτές, όπως
επισημαίνεται σε δημοσιεύματα των Bloomberg και Reuters.
Τόνισε ότι ο ίδιος δεν θα προέβαινε σε μια μεγάλη εξαγορά
τράπεζας υπό τους κανονισμούς αυτούς, προκαλώντας θυμηδία
στο ακροατήριο δεδομένου ότι το δικό του χρηματοπιστωτικό
ίδρυμα προ ολίγων μηνών απέκτησε την προβληματική First
Republic στο πλαίσιο συμφωνίας με την υποστήριξη της
κυβέρνησης. Ο Τζέιμι Ντάιμον, επιπλέον, αμφισβήτησε το τι
προσπαθούν να επιτύχουν οι ρυθμιστικές αρχές (Ομοσπονδιακή
Τράπεζα των ΗΠΑ, Ομοσπονδιακή Τραπεζική Αρχή και
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων). «Το μόνο που
θέλω είναι δικαιοσύνη, διαφάνεια και διαφάνεια», είπε,
προσθέτοντας πως οι σχεδιαζόμενοι κανόνες θα οδηγήσουν σε
αποδυνάμωση των τραπεζών και θα πλήξουν την οικονομική
ανάπτυξη.
Το νέο ρυθμιστικό
πλαίσιο έχει στόχο να καλύψει κενά που υπήρχαν μέχρι σήμερα
στο σύστημα προστασίας έναντι κινδύνου, αν και αφορά κυρίως
τις πολύ μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, θα πρέπει
οι κολοσσοί με περιουσιακά στοιχεία τουλάχιστον 100 δισ.
δολαρίων να αυξήσουν την επάρκειά τους σε ποσοστό 19% των
κεφαλαίων κατά μέσον όρο, όπως ανέφερε το CNN. Πρόκειται για
τα συστημικά πολύ σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε
παγκόσμιο πλαίσιο, τα οποία στην καθημερινή γλώσσα
θεωρούνται «ιδιαιτέρως μεγάλα για να διαλυθούν». Οταν, τώρα,
πρόκειται για τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία άνω των 250
δισ. δολαρίων, οι οποίες εντούτοις δεν λογίζονται συστημικά
σημαντικές, θα πρέπει να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους
επάρκεια κατά 10%. Οσες διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία
μεταξύ 100 και 250 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων
ορισμένων μεσαίου μεγέθους περιφερειακών τραπεζών, όπως οι
KeyCorp και Huntington Bank, θα αυξήσουν τα κεφάλαια κατά
5%. Γενικά μιλώντας, οι νέες ρυθμίσεις συνεπάγονται ότι θα
πρέπει να έχουν επιπλέον 2% του κεφαλαίου ή 2 δολάρια
κεφαλαίου ανά 100 δολάρια περιουσιακών στοιχείων
σταθμισμένου κινδύνου. Εντούτοις, όπως προσθέτει στο
δημοσίευμά του το CNN, δεν επηρεάζονται από το νέο
ρυθμιστικό πλαίσιο οι μικρότερες περιφερειακές τράπεζες,
όπως η PacWest, η οποία συγχωνεύεται με την Banc of
California, διότι ανακοίνωσε μείωση καταθέσεων κατά 290
εκατ. δολάρια το δεύτερο τρίμηνο. Με απλά λόγια, αυτοί οι
νέοι κανόνες δεν θα είχαν αποτρέψει την κατάρρευση των
Silicon Valley Bank, Signature Bank και First Republic, όπως
παρατηρεί ο Στίβεν Κέλι, βοηθός διευθυντή έρευνας στο
πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Γέιλ για τη χρηματοπιστωτική
σταθερότητα.
Σύμφωνα με τις νέες
προτάσεις, οι τράπεζες απαιτείται να διακρατούν περισσότερα
κεφάλαια για την προστασία τους έναντι κινδύνου.
Υπενθυμίζεται ότι σε
μεγάλο βαθμό οι χρεοκοπίες των ανωτέρω τραπεζών, οι οποίες
περιήλθαν σε μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα, ουσιαστικά
συνδέονται με την αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή
Τράπεζα των ΗΠΑ. Η Silicon Valley Bank διατηρούσε το
μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού της σε κρατικά ομόλογα ΗΠΑ,
όταν η δική τους αγοραία αξία υποχώρησε λόγω υψηλότερων
επιτοκίων. Συν τοις άλλοις, ήταν δυσμενής και η χρονική
συγκυρία, διότι πολλοί πελάτες της, ήτοι κυρίως νεοφυείς
εταιρείες υψηλής τεχνολογίας στη Σίλικον Βάλεϊ,
αντιμετώπιζαν προβλήματα και αναγκάστηκαν να αποσύρουν τις
καταθέσεις τους. Πέραν τούτων, βάσει των καινούργιων
ρυθμίσεων, όσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν περιουσιακά
στοιχεία 100 δισ. δολαρίων και άνω δεν θα μπορούν να
χρησιμοποιούν δικό τους μοντέλο αποτίμησης κινδύνου όταν
επωμίζονται δάνεια ή άλλες δραστηριότητες. Αντιθέτως, θα
υπάρχει ένα παγιωμένο πρότυπο πολύ πιο συντηρητικό από το
δικό τους στην αξιολόγηση επενδυτικού ρίσκου. Επιπροσθέτως,
οι τράπεζες θα απαιτείται να συνεκτιμούν μη
πραγματοποιηθέντα κέρδη και μη πραγματοποιηθείσες ζημίες επί
χρεογράφων, που κατέχουν στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια,
στην αναλογία των κεφαλαίων τους.
Τέλος,
χαρακτηριστικό της αναταραχής στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ
είναι ότι μέσα στον Αύγουστο ο διεθνής οίκος αξιολόγησης
Moody’s Investors Service αναθεώρησε προς τα κάτω τη
βαθμολογία της πιστοληπτικής ικανότητας δέκα ιδρυμάτων, ενώ
15 ημέρες αργότερα προέβη σε ανάλογη κίνηση για αρκετές
τράπεζες και ο έτερος οίκος, της S&P Global Ratings. |