Κάπου 50
κεντρικές τράπεζες, από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία μέχρι την
Ινδία και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν αυξήσει φέτος τα
επιτόκια σε μια προσπάθεια να ανακόψουν τον πληθωρισμό που
βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα δεκαετιών. Εκτός από τη
Federal Reserve που την Τετάρτη προχώρησε στη μεγαλύτερη
αύξηση από το 1994, η Βραζιλία και η Σαουδική Αραβία έχουν
ανακοινώσει αλλαγή νομισματικής πολιτικής με διαφορά ολίγων
ωρών από την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα.
Όπως έγραψαν σε
πρόσφατη ανάλυση τους οι New York Times, η Τράπεζα του
Καναδά ενδέχεται επίσης να ανακοινώσει μεγάλη αύξηση
επιτοκίων μέσα στον επόμενο μήνα, ενώ έχει ήδη αυξήσει το
κόστος του δανεισμού πριν από δύο εβδομάδες. Σύμφωνα με
στοιχεία της FactSet, από την αρχή του 2022 έχουν αυξήσει τα
επιτόκια πάνω από 46 χώρες και αναμένονται ανάλογες κινήσεις
και από άλλες. Τα υψηλά επιτόκια αποτελούν το εργαλείο για
τον έλεγχο των τιμών: καθιστούν πιο ακριβό τον δανεισμό με
αποτέλεσμα να κάμπτεται η καταναλωτική ζήτηση και οι
επενδύσεις των επιχειρήσεων και στη συνέχεια «παγώνουν» την
ανάπτυξη και επιβραδύνουν τις προσλήψεις. Ολα αυτά μπορεί να
μεταφράζονται σε μικρότερες αυξήσεις μισθών για τα
νοικοκυριά και σε λιγότερα περιθώρια για τις επιχειρήσεις σε
ό,τι αφορά τη δυνατότητά τους να αυξήσουν τις τιμές. Τελικά
το αποτέλεσμα είναι να ανακόπτεται ο πληθωρισμός. Πρόκειται
όμως για κινήσεις που απαιτούν λεπτές ισορροπίες και ασκούν
πίεση στους ιθύνοντες, καθώς καλούνται να ελέγξουν την
οικονομία χωρίς να εξαφανίσουν την ανάπτυξη. Οικονομολόγοι
και επενδυτές θεωρούν πως πρόκειται για μεγάλη πρόκληση.
Tόσο η
Παγκόσμια Τράπεζα όσο και άλλοι διεθνείς πιστωτικοί
οργανισμοί έχουν προειδοποιήσει για αυξανόμενο κίνδυνο
ύφεσης. Την περασμένη εβδομάδα, οικονομολόγοι της Barclays
τόνισαν πως «οι επίμονες πληθωριστικές πιέσεις και η
επιδείνωση των προσδοκιών αναγκάζουν τις κεντρικές τράπεζες
να κινηθούν επιθετικά» και προειδοποίησαν πως «οι όροι
χρηματοδότησης επιδεινώνονται και η εμπιστοσύνη υποχωρεί,
για αυτό και μπορεί να ακολουθήσει στην πτώση και η
οικονομία».
Η στροφή της
παγκόσμιας οικονομίας σε ένα υψηλότερο κόστος δανεισμού
σηματοδοτεί την εγκατάλειψη της πολιτικής που υιοθέτησε μετά
την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Πριν από την πανδημία,
μεταξύ οικονομολόγων επικρατούσε η ανησυχία πως ο κόσμος
κινδύνευε να εγκλωβιστεί σε μια παγίδα χαμηλών επιτοκίων,
χαμηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανάπτυξης και πολλές από τις
μεγάλες οικονομίες συμπίεζαν τα επιτόκια προς τα κάτω. Από
την έναρξη της πανδημίας, όμως, τα προγράμματα στήριξης των
κυβερνήσεων έδωσαν μεγάλη ώθηση στη ζήτηση. Οι εφοδιαστικές
αλυσίδες μπλόκαραν όταν έκλεισαν τα εργοστάσια για να
αποτρέψουν τη μετάδοση του κορωνοϊού, ενώ παράλληλα
παρουσιάστηκαν δυσκολίες στις φορτώσεις προϊόντων και
ελλείψεις προσωπικού. Η συνισταμένη όλων αυτών των δυνάμεων
ήταν η αφύπνιση των πληθωριστικών πιέσεων. Μέχρι στιγμής δεν
φαίνεται να ανακόπτεται ο πληθωρισμός. Στην Αμερική οι τιμές
καταναλωτή αυξήθηκαν και πάλι, όπως κατέδειξε σχετική έκθεση
την περασμένη εβδομάδα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ίσως
εξακολουθήσει να εξωθεί ανοδικά τις τιμές των εμπορευμάτων,
ενώ οι προσπάθειες της Κίνας να ελέγξει τη μετάδοση του
κορωνοϊού και οι απεργίες στη Νότια Κορέα απειλούν να
διακόψουν την παραγωγή καίριων εξαρτημάτων. Η ζήτηση στην
Αμερική παραμένει ισχυρή μολονότι δείχνει κάποια σημάδια
κάμψης και σε κάποια άλλα μέρη του κόσμου οι καταναλωτές
αρχίζουν να μειώνουν τις αγορές τους. Το ερώτημα τώρα είναι
κατά πόσον θα μπορέσει η παγκόσμια οικονομία να αντέξει
αυτόν τον κύκλο των αυξήσεων επιτοκίων, όπως δεν άντεξε ίσως
ποτέ έως τώρα. Και τα πράγματα δεν υπόσχονται καλές
εξελίξεις. |