Πτώση έναντι του
αμερικανικού δολαρίου έχει σημειώσει φέτος κάθε μεγάλο
νόμισμα στον κόσμο. Σ’ αυτή την ασυνήθιστα ευρεία μεταβολή
κρύβονται σοβαροί κίνδυνοι για τη διεθνή οικονομία.
Όπως έγραψαν οι The
New York Times σε ανάλυση τους, αναλυτικά, τα δύο τρίτα από
περίπου 150 μεγάλα νομίσματα διεθνώς έχουν αποδυναμωθεί
έναντι του δολαρίου, το οποίο ενισχύεται λόγω των συνεχών
αλλαγών στις προβλέψεις για το πότε και πόσο θα μειωθούν
τα επιτόκια δανεισμού στις ΗΠΑ. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τα
έχει ανεβάσει σε υψηλό 20 ετών για να «παλέψει» με τον
επίμονο πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι τα αμερικανικά
περιουσιακά στοιχεία προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις σε
σύγκριση με πολλές άλλες χώρες και έτσι έχουν προσελκύσει
τεράστιο όγκο κεφαλαίων τους τελευταίους μήνες.
Ο δείκτης σύγκρισης
του δολαρίου με ένα «καλάθι» νομισμάτων από τους καίριους
εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ διαμορφώνεται σε επίπεδα που
είχαν καταγραφεί τελευταία φορά πριν από τουλάχιστον 20
χρόνια. Το γιεν είναι σε χαμηλό 34 ετών, το ευρώ και
το καναδικό δολάριο είναι σε χαμηλά επίπεδα και το
κινεζικό γουάν εμφανίζει σημάδια αδυναμίας.
Οι επιπτώσεις ενός
ισχυρού δολαρίου είναι ευρείες και μπορεί να γίνουν
ιδιαίτερα αισθητές σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλωστε, το
αμερικανικό δολάριο χρησιμοποιείται σχεδόν στο 90% όλων των
συναλλαγών και έτσι, όταν ενισχύεται, τροφοδοτεί
τον πληθωρισμό στο εξωτερικό, καθώς οι χώρες για να
αγοράσουν την ίδια ποσότητα αγαθών που έχουν αποτιμηθεί σε
δολάρια χρειάζονται υψηλότερο ποσό από τα δικά τους
νομίσματα. Επίσης, λόγω του ισχυρού δολαρίου ανεβαίνει και
το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για χώρες που έχουν
δανειστεί σε δολάρια.
Βέβαια το ισχυρό
δολάριο μπορεί και να λειτουργήσει θετικά για επιχειρήσεις
που εξάγουν στις ΗΠΑ, καθώς οι Αμερικανοί μπορούν να
αγοράσουν περισσότερα ξένα προϊόντα και υπηρεσίες.
Ταυτόχρονα, όμως, οι αμερικανικές επιχειρήσεις βγαίνουν
«χαμένες», αφού τα αγαθά που εξάγουν φαίνονται πιο ακριβά.
Φέτος οι ανησυχίες
περί επίμονου πληθωρισμού στις ΗΠΑ έχουν περιοριστεί λόγω
της ισχυρής ανάπτυξης. Ακόμη όμως κι αν επιβραδυνθεί η
ανάπτυξη, τα αποτελέσματα των υψηλών επιτοκίων θα γίνουν
αισθητά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ειδικότερα, οι αρμόδιοι για
τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής θα έχουν δύο επιλογές:
είτε να στηρίξουν τις τοπικές οικονομίες μειώνοντας το
κόστος δανεισμού είτε να στηρίξουν τα νομίσματά τους,
διατηρώντας το αμετάβλητο σε υψηλά επίπεδα.
Τα «πλοκάμια» του
ισχυρού δολαρίου, πάντως, έχουν ήδη απλωθεί στην Ασία.
Ενδεικτικά, τον περασμένο μήνα οι υπουργοί Οικονομικών
της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και των ΗΠΑ συναντήθηκαν
στην Ουάσιγκτον όπου δεσμεύτηκαν να είναι σε στενή
επικοινωνία για τις εξελίξεις στην αγορά συναλλάγματος. Στην
περίπτωση του ιαπωνικού γιεν, εάν συνεχίσει να
αποδυναμώνεται, τότε οι επενδυτές και οι καταναλωτές
ενδέχεται να χάσουν την εμπιστοσύνη στην ιαπωνική οικονομία
και να αρχίσουν να στρέφουν τα χρήματά τους αλλού.
Αντίστοιχος κίνδυνος ελλοχεύει και για την κινεζική
οικονομία, η οποία δέχεται ήδη ισχυρές πιέσεις από την κρίση
στα ακίνητα και τις χαμηλές εγχώριες δαπάνες.
Στην Ευρώπη, οι
κεντρικοί τραπεζίτες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα
προχωρήσουν σε μείωση του κόστους δανεισμού στη συνεδρίαση
του Ιουνίου. Παρότι όμως οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν
περιοριστεί στην Ευρωζώνη, ορισμένοι ανησυχούν ότι εάν
η ΕΚΤ μειώσει τα επιτόκια πριν από τη Fed, τότε το ευρώ
ενδέχεται να υποχωρήσει περαιτέρω. |