Με τον πόλεμο
της Ουκρανίας να οδηγεί σε μια πρωτοφανή για τις τελευταίες
δεκαετίες επισιτιστική κρίση, επιδεινώνοντας ακόμη
περισσότερο τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που υπήρχαν
λόγω της κρίσης της πανδημίας. Όπως έγραφαν σε ανάλυση -
άρθρο τους στην
ιστοσελίδατου Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ, οι κ.
Stefan Lukas και Marius Paradies (αναλυτής Μέσης Ανατολής
και ερευνητής διεθνών θεμάτων με ειδίκευση στην ασφάλεια στη
Μ. Ανατολή, αντίστοιχα), μέσα σε πολύ σύντομη
χρονική περίοδο ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει
επιφέρει ήδη σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια
οικονομία, μιας και η Ρωσία και η Ουκρανία
αποτελούν σημαντικές πηγές πρώτων υλών, οι οποίες συνολικά
πλέον τίθενται εκτός συστήματος. Η Ουκρανία εξάγει σχεδόν το
ήμισυ των παγκόσμιων προμηθειών σε νέον, που χρησιμοποιείται
στους ημιαγωγούς, όπερ σημαίνει πως πλήττεται ένας κλάδος, ο
οποίος ήδη υφίστατο ελλείψεις λόγω πανδημίας. Ενδεχομένως να
υπάρξουν μεγάλες ανατιμήσεις σε αγαθά από αυτοκίνητα έως
καταναλωτικά ηλεκτρονικά είδη, αλλά αυτό είναι πρωτίστως
βάρος, που θα επωμιστούν τα βιομηχανικά κράτη. Ωστόσο, το
πραγματικά ανησυχητικό για όλους μας θα έπρεπε να είναι η
επίπτωση στις τιμές τροφίμων. Το χώμα της Ρωσίας και της
Ουκρανίας είναι από τα πιο εύφορα της γης, εξ ου και οι δύο
χώρες είναι κορυφαίες στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων και
ειδικά σε σιτηρά και σπόρους, που χρησιμοποιούνται για
παραγωγή φυτικών μαγειρικών ελαίων. Πάμπολλες χώρες
εξαρτώνται για τα βασικά διατροφικά τους αγαθά από τις δύο
προαναφερθείσες αγορές και ειδικά η Μέση Ανατολή.
Η Αίγυπτος
εισάγει σχεδόν 70% του σίτου της από τη Ρωσία και την
Ουκρανία, ενώ το 2019 το 73% του πληθυσμού της πρώτης
ελάμβανε επιδοτήσεις για το ψωμί, κάτι που πίεζε ασφυκτικά
τα δημόσια οικονομικά. Η ακύρωσή τους αυξάνει τον κίνδυνο
ταραχών, ενώ σήμερα η χώρα ήδη απαγόρευσε τις εξαγωγές
ορισμένων τροφίμων και αναζητεί νέες πηγές προμηθειών για
σιτάρι και φυτικά έλαια. Είναι, πάντως, απίθανο να μπορέσει
η Αίγυπτος να χρηματοδοτήσει αφ’ εαυτού νέες εισαγωγές. Στη
δε περίπτωση του Λιβάνου και της Τυνησίας αμφότερες εισάγουν
το μισό τους σιτάρι από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η
αστάθεια στην εσωτερική τους πολιτική σκηνή δυσκολεύει τα
πράγματα. Η λιβανέζικη κυβέρνηση ζήτησε από τις ΗΠΑ 20 εκατ.
δολάρια για αγορά σιτηρών από τις παγκόσμιες αγορές. Τα δε
αποθέματά της έχουν μειωθεί δραστικά μόλις στο 25% της
προηγούμενης χωρητικότητάς τους μετά την έκρηξη στο λιμάνι
της Βηρυτού. Η Τουρκία, τώρα, εξαρτάται ιδιαιτέρως από το
ρωσικό και το ουκρανικό σιτάρι, εφόσον καλύπτει το 64,5% και
το 9,6% αντιστοίχως επί των εισαγωγών της. Ακόμα κι αν είναι
σε θέση η τουρκική κυβέρνηση να διαπραγματευθεί εξαιρέσεις
από τις κυρώσεις της Δύσης στις εισαγωγές τροφίμων από τη
Ρωσία, η προοπτική της ανόδου των τιμών στα τρόφιμα και την
ενέργεια απειλούν την ίδια την ύπαρξη του προέδρου Ταγίπ
Ερντογάν.
Τα προϋπάρχοντα
δημοσιονομικά προβλήματα της Μ. Ανατολής επιδεινώθηκαν με
την πανδημία, οπότε σε συνδυασμό με την τρέχουσα κατάσταση
μπορεί να δημιουργηθεί χάος στην περιοχή. Η έρευνα, άλλωστε,
δείχνει πως υπήρξε άμεση σχέση ανάμεσα στην άνοδο των τιμών
στα τρόφιμα και στις διαδηλώσεις, που οδήγησαν στην Αραβική
Ανοιξη. Επιπτώσεις με νέες μεταναστευτικές ροές θα υπάρξουν
και για την Ευρώπη, ειδικά εφόσον προβλέπεται οι ελλείψεις
τροφίμων να διαρκέσουν έως και δύο χρόνια. Οπως προσφάτως
τόνισε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, όλες οι χώρες της
Ε.Ε. πρέπει να κινηθούν προληπτικά για να αντεπεξέλθουν ή,
ιδανικά, να αμβλύνουν τις επιπτώσεις από τις εξελίξεις στη
Μ. Ανατολή. Ειδικά οι μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε. μπορούν να
το κάνουν μέσω νέων προγραμμάτων στήριξης, ενώ βοηθητική θα
είναι και η συμμετοχή μεγάλων διεθνών οργανισμών. Τέλος,
χώρες όπως η Σ. Αραβία, τα ΗΑΕ και το Κουβέιτ δεν έχουν
συμφέρον από μία νέα αποσταθεροποίηση στη δική τους
περιφέρεια, οπότε θα απέβαινε προς όφελος και των δύο
πλευρών μια συντονισμένη και ενιαία κινητοποίηση.
|