|
Δομικό
στοιχείο που κάνει τη διαφορά είναι το χάσμα
στους μισθούς και -κυρίως- η περιορισμένη
αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών.
Για αυτό
και έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις ανισότητες
που διογκώνει ο πληθωρισμός των τροφίμων, ο
οποίος είναι πιο επιβαρυντικός για τα
χαμηλότερα εισοδήματα, κάτι που προκύπτει τόσο
από στοιχεία της Eurostat όσο και της ΕΛΣΤΑΤ.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι για το 2024, το μερίδιο της
μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των
νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού
ανέρχεται στο 33,5% των δαπανών των νοικοκυριών,
ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20%
του πληθυσμού ανέρχεται στο 12,7%.
Το ποσοστό
του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού
αποκλεισμού είναι μια από τις σημαντικότερες
κοινωνικές στατιστικές που υπολογίζει η Eurostat
και στηρίζεται σε τρία κριτήρια: το εισόδημα να
είναι χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου
εισοδήματος, ή να στερείται τουλάχιστον 7 από 13
κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών ή να ζει σε
νοικοκυριό με απασχόληση κάτω από 20% της
πλήρους απασχόλησης. Και η Ελλάδα δυστυχώς
πρωταγωνιστεί σε αυτό κατά σύνολο συγκριτικά με
τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Όπως έδειξε
σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ, η οποία
δημοσιοποιήθηκε χθες, μετά το 2019 υπάρχει
αύξηση του ποσοστού φτώχειας και κοινωνικού
αποκλεισμού τόσο στους απασχολούμενους όσο και
στους μη απασχολούμενους και η μείωση στο σύνολο
του πληθυσμού οφείλεται αποκλειστικά στη σχετική
αύξηση των απασχολούμενων έναντι των μη
απασχολούμενων.
Η
συνεισφορά της αύξησης της απασχόλησης στη
μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού
αποκλεισμού έχει εξασθενίσει
αισθητά και αυτό πιθανότατα αφορά περισσότερο
την ποιότητα (και τις αμοιβές) και λιγότερο την
ποσότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται.
Όπως
προκύπτει, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει καταφέρει
να δημιουργήσει τις συνθήκες ανόδου των μισθών,
προκειμένου οι καταναλωτές να ανταπεξέλθουν της
τεράστιας ακρίβειας που συνεχίζεται στην Ελλάδα.
Γιάννης
Αγουρίδης (Ο.Τ.)
|