|
Η
περιγραφή, βέβαια, της αρχιτεκτονικής του
συστήματος που εξαγγέλθηκε δεν έχει σχέση με
την Αξιολόγηση αλλά προσομοιάζει περισσότερο
προς μια έρευνα κοινής γνώμης που οι
συμμετέχοντες εξωτερικεύουν τις αντιδράσεις της
στιγμής. Αυτή η διαδικασία δεν αρκεί για να
βελτιώσει τις δημόσιες οργανώσεις ούτε καθιστά
τον πολίτη αξιολογητή.
Από το
θυμικό μέχρι τη λογική άρθρωση ενεργειών και
αποτελεσμάτων μεσολαβεί μια ήπειρος που ήρθε να
την καλύψει, κατά τον τελευταίο αιώνα, η
Διοικητική Επιστήμη (γνωστική και εμπειρική
περιοχή, εν πολλοίς άγνωστη στη χώρα μας, όχι
μόνον στους υπουργούς).
Σε κάθε
περίπτωση, γνωρίζουμε από την υπερεικοσαετή
εμπειρία διαχείρισης των κοινοτικών προγραμμάτων
στη χώρα μας, ότι η αξιολόγηση μιας δράσης ή
ενός προγράμματος δεν μπορεί να υπάρξει παρά
μόνο σε σχέση με τη στοχοθεσία της
υπηρεσίας/δομής που αξιολογείται. Πρέπει,
δηλαδή, να γνωρίζω ως πολίτης τι μπορεί να
προσφέρει η συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία την
οποία θα αξιολογήσω. Δεν μπορώ να ζητάω από
όλους όλα ή ό,τι νομίζω ή θα ήθελα να μου
προσφέρει. Η γνωστοποίηση/δημοσιοποίηση του τι
προσφέρει κάθε συγκεκριμένη υπηρεσία πρέπει να
συνοδεύεται –υποχρεωτικά-απ΄την δέσμευσή της του
τι θα συμβεί, εάν αυτά που δεσμεύεται, δεν τα
τηρήσει. Όλες αυτές οι δεσμεύσεις πρέπει να
περιλαμβάνονται σ’ ένα «Χάρτη υποχρεώσεων» προς
τους πολίτες. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση που
έγινε γνωστή, παγκοσμίως, ως «Citizens Charter»
συμπληρώνει, ήδη, περισσότερα από 35 χρόνια,
από την πρώτη της εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο
και αποτελεί μια από τις ιδιαίτερα δημοφιλείς
διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Το ίδιο
συνέβη και στην χώρα μας! Όσο κι αν φαίνεται
απίθανο σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν έργα για
την δημιουργία «Χαρτών υποχρέωσεων», ως αυτοτελή
έργα ενός συμπαγούς μεταρρυθμιστικού
προγράμματος, με μια μικρή χρονική υστέρηση
έναντι των πρώτων στο ΗΒ, πριν από σχεδόν 30
χρόνια. Ποιος θυμάται το μακρινό 1998 όταν
κυκλοφόρησε το πρόγραμμα «Ποιότητα για τον
Πολίτη»; Αυτό περιελάμβανε μια σειρά έργων και
δράσεων μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης και
η προτετοιμασία του είχε κρατήσει δύο (2)
χρόνια!
Η κεντρική
ιδέα του προγράμματος ήταν να αξιολογηθούν με
δείκτες ποιότητας όλα τα μέρη του διοικητικού
συστήματος, τουτέστιν, οι λειτουργίες του
(δηλαδή, οι κανόνες και οι διαδικασίες βάσει των
οποίων ενεργούν/αποφασίζουν οι δημόσιες
υπηρεσίες), οι δομές και οι υποδομές που
λειτουργούν ως σταθερά σημεία σχεδιασμού,
εφαρμογής και αξιολόγησης κάθε υπηρεσίας, το
προσωπικό και τα χρηματοδοτικά μέσα άνευ των
οποίων η εφαρμογή οιουδήποτε προγράμματος η
έργου είναι αδύνατη και, εν τέλει, οι
παρεχόμενες υπηρεσίες. Για καθένα από τα
μέρη του διοικητικού συστήματος δεν θα
περιοριζόμασταν στην περιγραφή της υφιστάμενης
κατάστασης αλλά θα διατυπωναμε προτάσεις για τη
βέλτιστη λειτουργία τους.
Ακόμη,
όμως, πιο σημαντικό απ’ όλα αυτά ήταν το ότι
αναζητούσαμε το κοινό νόημα το οποίο συνέχει όλα
τα τμήματα του διοικητικού συστήματος. Μόνον με
μια τέτοια μακροσκοπική θεώρηση της διοικήσεως
μπορεί να κατανοήσει κανείς γιατί πολλές από τις
επί μέρους μεταρρυθμίσεις ενώ είναι καλά
σχεδιασμένες και υπάρχει πολιτική βούληση για
την εφαρμογή τους αποτυγχάνουν.
Αυτό που
μάθαμε από την «Ποιότητα για τον Πολίτη» ήταν
ότι η στρατηγική στόχευση της μεταρρύθμισης
είναι καθοριστική για την επιτυχία/αποτυχία κάθε
μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Κι αυτή τη γνώση
την αποκτήσαμε μέσα από την ήττα μας από τις
δυνάμεις του πελατειασμού. Οι ρίζες και οι
δικτυώσεις του ακύρωσαν την μεταρρυθμιστική ορμή
των υποστηρικτών του προγράμματος. Το ίδιο
επαναλήφθηκε σε προγράμματα που ακολούθησαν,
όπως η «επανίδρυση του κράτους».
Από το
σύνολο των δράσεων του προγράματος ορισμένες,
μόνον, κατάφεραν να επιβιώσουν και, μετά από
πολλά χρόνια, εκείνες οι μεταρρυθμίσεις
υλοποιήθηκαν σ’ εναν βαθμό (πχ. από το σύνολο
των δράσεων του «Ποιότητα για τον Πολίτη»
υλοποιήθηκαν, τότε, οι υπηρεσίες μιας στάσης -τα
ΚΕΠ-, ενώ οι προτάσεις για την Καλή Νομοθέτηση
χρειάστηκαν, σχεδόν 15 χρόνια, για να
αποτυπωθούν στον πρώτο νόμο, τον 4048/12).
Η δεκαετής
περίοδος της επιτροπείας φρέναρε, πάντως, την
όποια μεταρρυθμιστική δυναμική υπήρχε. Η
μετα-μνημονιακή διακυβέρνηση της ΝΔ, παρά το ότι
είχε πολύ περισσότερα μέσα και πόρους για τη
διοκητική μεταρρύθμιση, σε σχέση με το παρελθόν,
δεν έδειξε να έχει ούτε τη στρατηγική στόχευση
κατά του πελατειασμού ούτε ένα συμπαγές σχέδιο
συστημικού χαρακτήρα.
Η σταδιακή
αργή υλοποίηση και η σαλαμοποίηση των
μεταρρυθμίσεων, συνδυαζόμενη με τις ταχύτατες
τεχνολογικές και γεωοπολιτικές ανακατατάξεις,
οδηγούν την ελληνική δημόσια διοίκηση σε
αποδυνάμωση και μαρασμό.
Είναι
καθήκον των μεταρρυθμιστών να προσπαθήσουν όχι
μόνο για την επιτάχυνση αλλά και για την
ουσιαστικοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Ειδάλλως οι
εξαγγελόμενες μεταρρυθμίσεις θα αποτελούν
περισσότερο ένα deja vu παρά ένα βήμα πρόοδου
και εξέλιξης της δημόσιας διοίκησής μας.
Παναγιώτης
Καρκατσούλης (Athens Voice)
|