|
Η Ελλάδα
(πολιτεία, κοινωνία και οικονομία) υποχρεωθήκαν
να προχωρήσουν στην υιοθέτηση (ψήφιση) τον Μάϊο
2016 ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής
ασφάλισης, υπό την πίεση των αιρεσιμοτήτων του
3ου Μνημονίου, του Αυγούστου 2015.
Ο Νόμος
4336 της 14ης Αυγούστου 2015,
σε
ΦΕΚ
1036
σελίδων,
πριν
περιγράψει
τις υποχρεώσεις του 3ου Μνημονίου που αφορούσε
την «Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής
Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της
Συμφωνίας Χρηματοδότησης»
περιελάμβανε
συνταξιοδοτικές διατάξεις για τον δημόσιο τομέα.
Επιπλέον στις
υποχρεώσεις
της «Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης»
περιελάμβανε κεφάλαιο για την κοινωνική ασφάλιση
και τις συντάξεις
με
αναλυτική περιγραφή δεσμεύσεων, ενεργειών και με
χρονοδιάγραμμα.
Για να
αποκτήσει η Ελλάδα ένα ενιαίο σύστημα κοινωνικής
ασφάλισης -συντάξεων, χρειάσθηκε,
επί
ημερών
Τρίτης
Ελληνικής Δημοκρατίας (από το 1974 και μετά)
πρώτον, η «τεχνική» χρεοκοπία του
2010-2012-2015, κυρία συνιστώσα
της
οποίας ήταν η χρεοκοπία των
πολυκατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων,
δεύτερον, χρειασθήκαν 3 Μνημόνια, και στο
3ο
Μνημόνιο να περιγράφεται βήμα-βήμα
πως
θα ενοποιηθούν όλα τα ταμεία κοινωνικής
ασφάλισης σε μια ενιαία οντότητα, με ενιαίους
κανόνες στενότερης σύνδεσης μεταξύ εισφορών και
παροχών και ενιαίες
παροχές.
Χρειάσθηκαν, τρίτον,
άλλα
δέκα χρόνια, ώστε, καλώς εχόντων των πραγμάτων,
το 2026 θα τεθεί σε εφαρμογή μία από τις
εκκρεμούσες προβλέψεις του «Οδικού Χάρτη» προς
ένα ενιαίο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην
Ελλάδα όπως αυτό περιγράφεται στις σελίδες 1020
και 1021 του ΦΕΚ του 3ου Μνημονίου. Εν
προκειμένω η πρόβλεψη για ενιαίο κανονισμό μη
συνταξιοδοτικών παροχών του ΕΦΚΑ, με βάση την
στενή σύνδεση εισφορών και παροχών,
εναρμονίζοντας
88
επιμέρους κανονισμούς που εξακολουθούν να
ισχύουν
σήμερα.
Το
αξιοσημείωτο είναι ότι το 2026 θα έχει
συμπληρωθεί στην Ελλάδα περισσότερο από ένας
αιώνας από τότε που είχε κατατεθεί στην πολιτική
διαδικασία η πρόταση για ένα ενιαίο σύστημα
κοινωνικής ασφάλισης. Η ιδέα ενός ενιαίου
συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είχε αναπτυχθεί
ήδη από τις αρχές της, και σε όλη την διάρκεια
της, Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935).
Με πρωτεργάτη τον «Κοινωνιολόγο»
Αλέξανδρο
Παπαναστασίου, σοσιαλιστή-σοσιαλδημοκράτη
της
εποχής, και στα πλαίσια της εθνικής ανορθωτικής
προσπάθειας που είχε ξεκινήσει
με
τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Όπως και σε
όλον τον κόσμο και στην Ελλάδα
τα
συστήματα
κοινωνικής
ασφάλισης
αναπτυχθήκαν
σταδιακά. Αλλού εξελιχθήκαν και ενοποιηθήκαν
γρήγορα. Στην Ελλάδα χρειάσθηκε πάνω από ένας
αιώνας –
και
η «μνημονιακή» εποπτεία έως και η «μνημονιακή»
μικροδιαχείριση – για να εφαρμοσθεί μία ιδέα και
μία
πρόταση,
για την μη ψήφιση – μη υλοποίηση της οποίας ο
Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε παραιτηθεί από την
πρωθυπουργία
της
χώρας.
Όταν
οι πολιτικοί
σύμμαχοί
του
εκ
του κόμματος των Φιλελευθέρων δεν ήθελαν να
είναι αυτός ο πρώτος ψηφισθείς
νόμος
της (εντέλει
ολιγοήμερης
τον
Ιούνιο 1932)
πρωθυπουργίας
Παπαναστασίου για να μην δρέψει αυτός, και το
κόμμα του,
τις
πολιτικές δάφνες
της
εισαγωγής
του.
Η ιστορία
της
κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι μακρά
και
περίπλοκη, λόγω και των εκατοντάδων ταμείων με
τα οποία πορεύθηκε επί έναν αιώνα. Οι
«Κοινωνιολόγοι» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου
προέτασσαν το ενιαίο σύστημα κοινωνικής
ασφάλισης σε όλη την διάρκεια
της
Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας, όταν
μετά
την ανορθωτική προσπάθεια του Βενιζέλου
(1909-1919)
συζητούνταν η εισαγωγή-επέκταση των κοινωνικών
ασφαλίσεων στην Ελλάδα
πέρα
από τους δημοσίους υπαλλήλους και δύο σημαντικές
κατηγορίες εργαζομένων της εποχής τους
ναυτικούς
και
τους εργάτες ορυχείων.
Κι ενώ η
ψήφιση το 1922 του Ν. 2868 «Περί υποχρεωτικής
ασφαλίσεως των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων»
(με
εισφορές 3% εργοδοτών 6% εργατών) δεν επέφερε
και την εφαρμογή του, οι νέες συνθήκες με την
έλευση των προσφύγων του Ελληνισμού της Ιωνίας,
της Μικράς Ασίας και του Πόντου, έθεταν το
ζήτημα
των κοινωνικών ασφαλίσεων στην ημερήσια διάταξη
της πολιτικής.
Στην
ανεκπλήρωτη επί έναν και πλέον αιώνα, επιδίωξη
του ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην
Ελλάδα, είναι
λιγότερο
γνωστή η συμβολή του
ILO.
Όταν, μετά
από πάροδο ετών, στο 8ο έτος της Β΄ Ελληνικής
Δημοκρατίας, το 1932, η κυβέρνηση Αλεξάνδρου
Παπαναστασίου έφερνε στην Βουλή των Ελλήνων το
σχέδιο νόμου για την κοινωνική ασφάλιση στην
Ελλάδα, το κατάφερνε μετά από προεργασία ετών. Η
οποία έδινε στο σχέδια των «Κοινωνιολόγων»
νομοθετική σάρκα και οστά, με την
επιστροφή
του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία το 1928.
Στην
προεργασία αυτή σημαντική ήταν
η
τεχνική συμβολή – «τεχνική βοήθεια» – της
Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO)
η οποία ξεκίνησε το 1929, μετά την άμεση ανάμιξη
και την έγκριση του τότε Πρωθυπουργού Ελευθερίου
Βενιζέλου σε συνεργασία με τον Γάλλο
Adrien
Tixier,
που ήταν ο πρώτος επικεφαλής του Τμήματος
Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Διεθνούς Οργάνωσης
Εργασίας (ILO).
(Στα αρχεία
του
ILO
υπάρχουν αναλυτικές, και σε βαθμό άγνωστες στους
Έλληνες πληροφορίες).
Η πρώτη
διαπίστωση του
ILO
ήταν ότι κατά την δεκαετία που είχε προηγηθεί
αυτού του σχεδίου νόμου που ήρθε στην Βουλή το
1932, δεν είχε γίνει ούτε μία οικονομική
πρόβλεψη για την νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης,
η οποία είχε, και εξ αυτού του λόγου, παραμείνει
σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστη, όπως ο νόμος του
1922. (Κάποιες μελέτες της εποχής, των
«Κοινωνιολόγων» του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου
αναφέρονταν στα οικονομικά -αναλογιστικά
της
κοινωνικής ασφάλισης σε άλλες χώρες).
Στην
προκαταρκτική έκθεση της «τεχνικής βοήθειας»
που
απέστειλε το
ILO
στην ελληνική κυβέρνηση, επέμεινε στην ανάγκη
συλλογής στατιστικών δεδομένων για την καθιέρωση
της οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης του
μεταρρυθμιστικού έργου. Θεωρούσε ότι ακριβώς η
απουσία εθνικών αναλογιστικών μελετών εξηγούσε
αυτή την παράλειψη και την διαρκή έλλειψη.
Μία
«παθογένεια» που συνεχίσθηκε επί πολλές
δεκαετίες, και
στην
διάρκεια
της
Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, όταν τα
εκατοντάδες πολυκατακερματισμένα
ασφαλιστικά
ταμεία
πορεύονταν
χωρίς
οικονομική και διοικητική οργάνωση, και
αναλογιστικές μελέτες, ελέω θετικών δημογραφικών
εξελίξεων,
φορτώνοντας
τα ελλείμματά τους στον κρατικό προϋπολογισμό,
στο δημόσιο χρέος, και στις επόμενες γενεές
Ελλήνων.
Σημειωτέον
επίσης ότι και το
2015-2016
το
ILO
είχε
κληθεί
να
συνεισφέρει με αναλογιστική μελέτη για την
βιωσιμότητα και την μεταρρύθμιση του
ελληνικού
κοινωνικού ασφαλιστικού, στα
πλαίσια
της
τεχνικής συνεργασίας που υπήρξε μετά την
δημιουργία της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής το
2005.
Ενδιαφέρον
είναι επίσης ότι τότε, επί Δεύτερης Ελληνικής
Δημοκρατίας,
την
εποχή που διαμορφωνόταν η αρχική πορεία της
κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα,
η
Τσεχοσλοβακία χρησίμευσε ως πρότυπο για την
ανάπτυξη της κοινωνικής ασφάλισης (όχι μόνον για
την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες). Καθώς
είχε υιοθετήσει το πιο ανεπτυγμένο σύστημα
κοινωνικής ασφάλισης εκείνη την εποχή.
Για την
τεχνική οικονομική και αναλογιστική υποστήριξη
της ελληνικής νομοθεσίας συνεργάσθηκαν με το
ILO και την ελληνική
κυβέρνηση ως εξωτερικοί εμπειρογνώμονες οι
εμπειρογνώμονες που επέλεξε το
ILO
(όχι μόνον
για
την Ελλάδα) και ήταν μέλη της Εταιρείας Τεχνικής
Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τσεχοσλοβακίας, την οποία
είχαν ιδρύσει το 1919 ακαδημαϊκοί από τη Βιέννη
και την Πράγα, με ηγετική προσωπικότητα τον
Emil
Schoenbaum, ο οποίος
εργάσθηκε
για την επεξεργασία της Ελληνικής νομοθεσίας.
Η
συνεργασία του
ILO
μαζί του δεν οφειλόταν μόνο στις τεχνικές
γνώσεις που κατείχε η ομάδα του, αλλά και στο
γεγονός ότι συμμεριζόταν το όραμα του
Adrien
Tixier
για το τι ήταν ένα «καλό» σύστημα κοινωνικής
ασφάλισης. Κάτι ανάλογο
με
αυτό που προωθούσαν ως «καλό» ο Αλέξανδρος
Παπαναστασίου και οι «Κοινωνιολόγοι» (οι οποίοι,
εν τω μεταξύ, είχαν μετεξελιχθεί στο πολιτικό
κόμμα
«Δημοκρατική
Ένωση»). Παρόμοιες ιδέες για το «καλό» σύστημα
κοινωνικής ασφάλισης εφάρμοζαν την ίδια εποχή
και οι Σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες. Συστήματα
που
για
πολλές
δεκαετίες έκτοτε, και έως πρόσφατα θεωρούνταν
και θεωρούνται, «καλά παραδείγματα».
* Ο κ.
Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, μέλος
του ΔΣ
του
ILO.
Πρώτη
δημοσίευση στο
Money
Review
|