|
Το κερασάκι
της… Eurostat
Τα ευρήματα
αυτά επιβεβαιώνονται και από τη Eurostat, η
οποία βαθμολογεί την εργασιακή ικανοποίηση στην
Ελλάδα με μόλις 6,8 στα 10 – έναν από τους
χαμηλότερους μέσους όρους στην Ευρώπη.
Συγκριτικά, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει το
7,4, υπογραμμίζοντας το χάσμα που υπάρχει
ανάμεσα στη χώρα μας και άλλες πιο προνομιούχες
εργασιακά περιοχές.
Οι
πολλαπλές διαστάσεις της δυσαρέσκειας
Οι νεότεροι
εργαζόμενοι, ειδικότερα η γενιά Ζ (18-25 ετών),
εμφανίζονται πιο απογοητευμένοι, καθώς
αντιμετωπίζουν αστάθεια, ανισότητες και έλλειψη
προοπτικών. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης
ηλικίας (46-55 και άνω των 55 ετών) δηλώνουν
σχετικά υψηλότερη ικανοποίηση, πιθανώς λόγω
μεγαλύτερης σταθερότητας ή προσαρμογής στις
εργασιακές απαιτήσεις.
Ένα
παράδοξο
Οι
εργαζόμενοι με υψηλότερα εισοδήματα (≥1.200 €)
νιώθουν λιγότερο ικανοποιημένοι σε σύγκριση με
όσους κερδίζουν μεταξύ 600-1.000 €. Αυτή η
αντίφαση ενδέχεται να οφείλεται στο αυξημένο
άγχος και τις υπερβολικές προσδοκίες που
συνοδεύουν τις πιο απαιτητικές θέσεις.
Οι θέσεις
ευθύνης φέρνουν περισσότερες υποχρεώσεις και,
συχνά, λιγότερη χαρά. Οι εργαζόμενοι σε ηγετικές
θέσεις συχνά αναφέρουν ότι οι απαιτήσεις της
δουλειάς τους καταπνίγουν κάθε αίσθηση
ικανοποίησης και επιτυχίας.
Ψυχική
Υγεία: Ένα διαρκές ταμπού
Η ψυχική
υγεία παραμένει υποτιμημένη στο ελληνικό
εργασιακό περιβάλλον. Ένας στους τρεις
εργαζόμενους φοβάται ότι η αναφορά ψυχικών
προβλημάτων μπορεί να επιφέρει διακρίσεις ή να
επηρεάσει αρνητικά τη σταδιοδρομία του.
Επιπλέον, το 30% των εργαζομένων δηλώνει ότι οι
εργοδότες δεν δίνουν την απαραίτητη προσοχή στην
ψυχική ευημερία του προσωπικού.
Οι
επιπτώσεις
Η εργασιακή
δυσαρέσκεια έχει βαθιές και πολυδιάστατες
επιπτώσεις. Η μειωμένη παραγωγικότητα, η
αυξημένη εναλλαγή προσωπικού και η κακή ψυχική
υγεία δημιουργούν ένα τοξικό εργασιακό
περιβάλλον. Αυτό, με τη σειρά του, υπονομεύει τη
συνολική απόδοση των επιχειρήσεων και ενισχύει
το αίσθημα ανασφάλειας.
Στράτος
Ιωακείμ (in.gr)
|