|
Οι
influencers, ως πρόσωπα με μεγάλη απήχηση στο
νεανικό κοινό, διαθέτουν τη δύναμη να επηρεάζουν
σημαντικά τις αντιλήψεις, τις αξίες και τη
συμπεριφορά των νέων, καθώς αποτελούν σύγχρονα
«πρότυπα» που αναδεικνύονται μέσα από τις
δημοφιλείς πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Μέσω
του περιεχομένου που δημιουργούν, διαμορφώνουν
τάσεις, προωθούν συγκεκριμένους τρόπους ζωής και
συχνά επηρεάζουν άμεσα -και ενίοτε καθοριστικά-
τις απόψεις των ακόλουθών τους για μια σειρά
ζητημάτων: από τη μόδα και την ψυχαγωγία έως τις
κοινωνικές σχέσεις και τη συμπεριφορά στο
σχολείο.
Οι νεαροί
χρήστες των social media που διανύουν μια
ευαίσθητη περίοδο στη διάρκεια της οποίας
αναζητούν την ταυτότητά τους και προσπαθούν να
ενταχθούν σε κοινωνικές ομάδες, αποδεικνύονται
ιδιαίτερα επιρρεπείς στην επίδραση των
influencers δεδομένου ότι τους θεωρούν
αυθεντικούς και προσιτούς.
Οι
πρακτικές που χρησιμοποιούν οι influencers για
να προβάλλουν το περιεχόμενό τους μπορεί να
έχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές επιπτώσεις.
Για παράδειγμα, όταν μεταδίδουν μηνύματα
ενσυναίσθησης, ευγενούς άμιλλας, αυτοβελτίωσης
και σεβασμού ενδέχεται να συμβάλουν στη μείωση
φαινομένων όπως η ενδοσχολική βία και ο
διαδικτυακός εκφοβισμός.
Από την
άλλη πλευρά, όταν συμμετέχουν σε ακραίες
προκλήσεις, χρησιμοποιούν υβριστική φρασεολογία
και προσβλητικό λεξιλόγιο, υποτιμούν και
χλευάζουν άλλους/ες ή υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα
της βίας, παρουσιάζοντάς τη ως κάτι «αστείο» ή
«ακίνδυνο», μπορεί να προκαλέσουν φαινόμενα
μιμητισμού από την πλευρά των νέων χωρίς να
συνειδητοποιούν τις σοβαρές συνέπειες που μπορεί
να επιφέρει αυτή η συμπεριφορά.
Επίσης, η
ανάγκη για περισσότερα likes, σχόλια και
αναγνωρισιμότητα συχνά ωθεί κάποιους/ες
influencers στη δημιουργία προκλητικού
περιεχόμενου, το οποίο συχνά περιλαμβάνει
επιθετικότητα, διαπροσωπικές συγκρούσεις ή ακόμη
και επικίνδυνες προκλήσεις. Τέτοιου είδους
περιεχόμενο ενισχύει την κουλτούρα αποδοχής της
βίας, καθώς οι νέοι/νέες ενδέχεται να θεωρήσουν
τέτοιες συμπεριφορές ως «αποδεκτές», μέχρι και
επιθυμητές, προσπαθώντας να τις αναπαράγουν στο
σχολικό ή κοινωνικό τους περιβάλλον.
Επιπλέον, η
πίεση των συνομηλίκων μέσα από τα social media
ωθεί τους/τις εφήβους/ες να συμμετάσχουν σε
τέτοιες τάσεις προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί ή
δημοφιλείς στο σχολικό περιβάλλον.
Οι
επιπτώσεις του υπαρκτού αυτού κενού
καταγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο, με τον
χειρότερο τις περισσότερες φορές τρόπο, εκτός
εάν οι κυβερνήσεις, οι υγειονομικές αρχές, οι
εκπαιδευτικοί και οι γονείς αναγνωρίσουν τις
βαθύτερες αιτίες της τρέχουσας ανησυχητικής
κατάστασης και λάβουν μέτρα για την αντιμετώπισή
της.
Κατά τα
τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρήθηκε μια απότομη
αύξηση του αριθμού των πλατφορμών κοινωνικής
δικτύωσης με διάφορους γνωστούς ιστότοπους που
επιτρέπουν την πρόσβαση σε ευρύτατο φάσμα
περιεχόμενου από όλο τον κόσμο.
Ορισμένες
μάλιστα πλατφόρμες επιτρέπουν στους χρήστες να
συνδέουν το περιεχόμενό τους με εκείνο άλλων που
έχουν κοινό θέμα. Αυτό οδήγησε στην εμφάνιση
των βίντεο «πρόκλησης», τα οποία προσέφεραν τη
δυνατότητα στους χρήστες να δημιουργούν
αντίγραφα βίντεο μιμούμενα τη συμπεριφορά άλλων
που έχουν συναντήσει στο διαδίκτυο. Παρά το
γεγονός ότι πολλές από αυτές τις συμπεριφορές
είναι ακίνδυνες, όπως σύντομες χορογραφίες ή
παραστάσεις «χειλικού συγχρονισμού», ωστόσο
υπάρχουν και πιο επικίνδυνες εξαιρέσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας αρκετά
επικίνδυνης «πρόκλησης» είναι εκείνη που
ως στόχο της έχει να προκαλέσει προσωρινή
απώλεια συνείδησης λόγω στέρησης οξυγόνου.
Παρόλο που αυτή η πρακτική υπήρχε ήδη σε
παλαιότερα «παιχνίδια ασφυξίας», επανήλθε μέσω
των κοινωνικών δικτύων με τραγικές πολλές φορές
συνέπειες. Σύμφωνα με έρευνες και σχετικές
αναφορές από οργανισμούς υγείας, έχουν
καταγραφεί αρκετοί θάνατοι παιδιών και εφήβων
λόγω αυτού του challenge, γεγονός που οδήγησε
τις πλατφόρμες να προχωρήσουν σε αυστηρότερο
έλεγχο περιεχομένου.
Ακόμη, άλλο
challenge που έγινε δημοφιλές πριν λίγα χρόνια
σε δημοφιλή πλατφόρμα, ενθάρρυνε μαθητές/τριες
να αποσπούν αντικείμενα από τα σχολεία τους ή να
καταστρέφουν δημόσια περιουσία καταγράφοντας τις
πράξεις τους σε βίντεο. Μελέτες και αναφορές από
εκπαιδευτικές αρχές στις ΗΠΑ έδειξαν ότι το
φαινόμενο αυτό οδήγησε σε σημαντικές υλικές
ζημιές σε σχολεία, ενώ οι μαθητές που
συμμετείχαν αντιμετώπισαν πειθαρχικές ή ακόμα
και νομικές συνέπειες.
Η καταγραφή
ανάλογων περιστατικών εντός της σχολικής
κοινότητας αποδεικνύει την πολύ μεγάλη απήχηση
και επιρροή που έχουν τα κοινωνικά δίκτυα στη
συμπεριφορά των νέων ανθρώπων. Μολονότι πολλές
από τις «προκλήσεις» αυτές παρουσιάζονται συχνά
ως αθώα παιχνίδια, στην πραγματικότητα μπορεί να
προκαλέσουν σοβαρές σωματικές και ψυχικές βλάβες
στα θύματα και παράλληλα να δημιουργήσουν ένα
τοξικό κλίμα στα σχολεία.
Οι
influencers, ως πρόσωπα με μεγάλη απήχηση στο
νεανικό κοινό, διαθέτουν τη δύναμη να επηρεάζουν
σημαντικά τις αντιλήψεις, τις αξίες και τη
συμπεριφορά των νέων, καθώς αποτελούν σύγχρονα
«πρότυπα» που αναδεικνύονται μέσα από τις
δημοφιλείς πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Η καταγραφή
αυτών των περιστατικών σε βίντεο και η ανάρτησή
τους στα κοινωνικά δίκτυα εντείνει τη διάδοσή
τους, καθώς οι συμμετέχοντες/ουσες επιδιώκουν
δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα μέσω των likes
που θα λάβουν ή από την αύξηση των followers.
Είναι δε γεγονός ότι οι πλείστοι εξ αυτών
επιδίδονται στις επικίνδυνες αυτές πράξεις
αδιαφορώντας για τις συνέπειές τους.
Ομολογουμένως, οι ψυχολογικές και κοινωνικές
συνέπειες αυτής της τάσης είναι ιδιαιτέρως
ανησυχητικές. Πρωτίστως, η συνεχής έκθεση σε
βίαιες εικόνες και προκλήσεις είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε αύξηση της ανοχής στη βία και σε
μείωση των επιπέδων ενσυναίσθησης. Οι
μαθητές/τριες που βιώνουν ή γίνονται μάρτυρες
τέτοιων περιστατικών ενδέχεται να αισθάνονται
φόβο, ανασφάλεια και άγχος στο σχολικό τους
περιβάλλον.
Παράλληλα,
η διάδοση τέτοιου είδους προκλήσεων συμβάλλει
στην εδραίωση ενός κλίματος ανταγωνισμού και
επιθετικότητας, δυσχεραίνοντας την ομαλή
κοινωνική συναναστροφή παιδιών και εφήβων.
Ειδικότερα, η πίεση για συμμετοχή σε επικίνδυνες
«προκλήσεις» μπορεί να ωθήσει τους εφήβους σε
ενέργειες που δεν θα προέβαιναν υπό άλλες
συνθήκες, με αποκλειστικό τους κριτήριο να μην
αισθανθούν αποκλεισμένοι από την ομάδα τους.
Προκειμένου
να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ενδοσχολικής
βίας και του εκφοβισμού το οποίο ενισχύεται από
τα social media, θεωρείται αναγκαία η
συντονισμένη δράση γονέων, εκπαιδευτικών και των
ίδιων των ψηφιακών πλατφορμών.
Οι γονείς
και οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ενημερώνονται
για τις διαδικτυακές τάσεις και να
ευαισθητοποιούν παιδιά και εφήβους σχετικά με
τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα social media.
Σε κάθε δε
περίπτωση, η πρόληψη και η αντιμετώπιση του
σύνθετου αυτού φαινομένου απαιτεί τη συνεργασία
όλων των εμπλεκόμενων φορέων, με πρωταρχικό
στόχο τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος
για τους μαθητές και τις μαθήτριες, τόσο στον
ψηφιακό όσο και στον πραγματικό κόσμο.
Επίσης, η
ενίσχυση της ψηφιακής παιδείας στα σχολεία
μπορεί να βοηθήσει τους/τις μαθητές/τριες να
αναπτύξουν κριτική σκέψη έναντι του περιεχομένου
που παρακολουθούν στο διαδίκτυο.
Τέλος, οι
ίδιες οι πλατφόρμες θα πρέπει να λαμβάνουν
αυστηρότερα μέτρα για τον περιορισμό της
διάδοσης επικίνδυνων challenges και την προώθηση
θετικών προτύπων. Ο Δρ. Hans Henri Kluge,
Περιφερειακός Διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη,
επεσήμανε ότι καθίσταται πλέον σαφές πως τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να έχουν τόσο
θετικές όσο και αρνητικές συνέπειες στην υγεία
και την ευεξία των εφήβων. Για το λόγο αυτό η
εκπαίδευση στον ψηφιακό εγγραμματισμό θεωρείται
πολύ σημαντική.
Ωστόσο,
αυτή παραμένει ανεπαρκής σε πολλές χώρες, και
όπου είναι διαθέσιμη, συχνά αποτυγχάνει να
συμβαδίσει με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες
των νέων και την ταχέως εξελισσόμενη τεχνολογία.
Οι επιπτώσεις του υπαρκτού αυτού κενού
καταγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο, με τον
χειρότερο τις περισσότερες φορές τρόπο, εκτός
εάν οι κυβερνήσεις, οι υγειονομικές αρχές, οι
εκπαιδευτικοί και οι γονείς αναγνωρίσουν τις
βαθύτερες αιτίες της τρέχουσας ανησυχητικής
κατάστασης και λάβουν μέτρα για την αντιμετώπισή
της.
Για
παράδειγμα, κατά τις καλοκαιρινές διακοπές,
ορισμένες χώρες εξετάζουν το ενδεχόμενο επιβολής
περιορισμών ή οριστικών απαγορεύσεων στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης για παιδιά κάτω από μια
ορισμένη ηλικία. Καθίσταται σαφές ότι απαιτείται
άμεση και διαρκής δράση με στόχο να λάβουν
ουσιαστική υποστήριξη οι έφηβοι και να
αποτραπεί μια δυνητικά επιζήμια χρήση των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης, η οποία έχει αποδειχθεί
μέσω ερευνών ότι μπορεί να οδηγήσει σε
κατάθλιψη, εκφοβισμό, άγχος και χαμηλές
ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Συμπερασματικά, ο ρόλος των influencers και των
challenges των σύγχρονων κοινωνικών δικτύων στην
εκδήλωση συμπεριφορών ενδοσχολικής βίας και
εκφοβισμού κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικός,
καθώς είναι σαφές ότι διαμορφώνει τις
συμπεριφορές των νέων και συντείνει στην
εγκαθίδρυση κλίματος επιρρεπούς προς υιοθέτηση
αντικοινωνικών συμπεριφορών εντός του σχολικού
περιβάλλοντος.
Δεδομένου
ότι τα social media διαθέτουν την επιρροή εκείνη
ώστε να διαμορφώνουν συμπεριφορές και αξιακό
σύστημα, η υπεύθυνη και λελογισμένη χρήση τους
θεωρείται καθοριστικής σημασίας Σε κάθε δε
περίπτωση, η πρόληψη και η αντιμετώπιση του
σύνθετου αυτού φαινομένου απαιτεί τη συνεργασία
όλων των εμπλεκόμενων φορέων, με πρωταρχικό
στόχο τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος
για τους μαθητές και τις μαθήτριες, τόσο στον
ψηφιακό όσο και στον πραγματικό κόσμο.
Ο
κύριος Αλέξανδρος-Σταμάτιος
Αντωνίου είναι Καθηγητής Ψυχολογίας ΕΚΠΑ,
Τακτικό μέλος της 7μελούς επιστημονικής
επιτροπής του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α. για την Ενδοσχολική Βία
και τον Εκφοβισμό (Ε.ΒΙ.Ε.).
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|