|
Σήμερα,
αρκετές χώρες της ΝΑ Ευρώπης,
συμπεριλαμβανομένων της Τουρκίας, της Ελλάδας,
της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της
Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, εξακολουθούν να
παραμένουν προσδεμένες σε διαφορετικό βαθμό η
κάθε μία στο ρωσικό αέριο. Οι γεωπολιτικές
ανατροπές που προκάλεσε ο πόλεμος της Ρωσίας
στην Ουκρανία ώθησαν την Ευρώπη να επανεξετάσει
αυτή την εξάρτηση στοχεύοντας σε διαφοροποίηση
των προμηθευτών της τόσο σε Ευρώπη και Ευρασία
(βλ. Νορβηγία και Αζερμπαϊτζάν) όσο και πέραν
του Ατλαντικού (βλ. ΗΠΑ).
Η
Ουάσιγκτον άδραξε την ευκαιρία με ξεκάθαρο
στρατηγικό στόχο να κατακλύσει την Ευρώπη, και
ιδιαίτερα τον ευάλωτο νοτιοανατολικό της τομέα,
με αμερικανικό LNG. Ωστόσο, κάτω από την
επιφάνεια, η αλλαγή αυτή έχει προκαλέσει έντονη
συζήτηση σχετικά με την προσβασιμότητα, τα
μακροχρόνια συμβόλαια και το πολιτικό βάρος του
αυξανόμενου ρόλου των ΗΠΑ στον ενεργειακό χάρτη
της περιοχής. Δεν είναι λίγοι αυτοί που
παρατηρούν πως η Ευρώπη απλούστατα αντάλλαξε μια
μορφή ενεργειακής εξάρτησης με μια άλλη,
αδυνατώντας εδώ και χρόνια να αξιοποιήσει τις
δικές της εγχώριες πηγές συμβατικής ενέργειας.
Το νέο κύμα
αφίξεων φορτίων LNG σε Ελλάδα και Τουρκία ήδη
αναδιαμορφώνει το περιφερειακό τοπίο. Στην
Ελλάδα, τόσο η Ρεβυθούσα όσο και η νέα πλωτή
μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU)
στην Αλεξανδρούπολη δέχονται αυξημένους όγκους
αμερικανικού LNG. Στην Τουρκία, τα τερματικά
στον Μαρμαρά (Ερεγλίσι) και στη Σμύρνη (Αλίαγα)
και ακόμα τρία FSRU διαχειρίζονται μεγαλύτερες
εισαγωγές. Οι εγκαταστάσεις αυτές λειτουργούν
όχι μόνο ως κόμβοι εφοδιασμού για τις εγχώριες
αγορές τους, αλλά και ως πύλες για τα Βαλκάνια.
Η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Σερβία, ακόμη
και η Ουγγαρία και η Μολδαβία παίρνουν ήδη
ποσότητες αερίου που εισέρχονται μέσω Ελλάδας
και Τουρκίας, σηματοδοτώντας μια αργή αλλά
σταθερή απομάκρυνση από τη ρωσική εξάρτηση.
Ωστόσο, τα
οικονομικά αυτής της αλλαγής δεν μπορούν να
αγνοηθούν. Το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών, στο
πλαίσιο μακροχρόνιων συμβολαίων, είναι σημαντικά
φθηνότερο από τα φορτία spot ή βραχυπρόθεσμα
φορτία αμερικανικού LNG. Η αντικατάσταση,
επομένως, δεν είναι ανώδυνη. Οι υψηλότερες τιμές
εισαγωγών LNG μεταφράζονται ήδη σε αυξημένα
τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, βιομηχανικό
κόστος και λογαριασμούς για τους καταναλωτές.
Για χώρες όπως η Σερβία ή η Βουλγαρία, όπου η
πρόσβαση στην ενέργεια είναι πολιτικά ευαίσθητη,
η πίεση για εγκατάλειψη του ρωσικού αερίου
ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί
χωρίς χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ ή ισχυρές
επιδοτήσεις. Γι’ αυτό η προσέγγιση της
Ουάσιγκτον, αν και γεωπολιτικά αποτελεσματική,
προκαλεί ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη
βιωσιμότητά της.
Η
αμερικανική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ
Τραμπ δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για τις
προθέσεις της. Ο ξεκάθαρος στόχος της είναι να
εκτοπίσει την Gazprom από τον ρόλο του κυρίαρχου
προμηθευτή στη ΝΑ Ευρώπη και να δεσμεύσει την
περιοχή με μακροχρόνια συμβόλαια LNG με τις ΗΠΑ.
Η πρόσφατη συνάντηση (25/9) στον Λευκό Οίκο
μεταξύ του προέδρου Τραμπ και του τούρκου
προέδρου Ερντογάν έδωσε νέα ώθηση σε αυτή την
προσπάθεια. Ο ρόλος της Αγκυρας είναι κομβικός.
Η Τουρκία είναι ένας από τους μεγαλύτερους
καταναλωτές αερίου στην Ευρώπη και ταυτόχρονα
κράτος-διαμετακομιστής. Αν στραφεί αποφασιστικά
προς το αμερικανικό LNG, οι επιπτώσεις θα
ξεπεράσουν τα σύνορά της, αναδιαμορφώνοντας τις
ροές εφοδιασμού σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, ακόμη
και στην Κεντρική Ευρώπη. Κάτι που όμως είναι
απίθανο να πράξει, δεδομένης της ισχυρής
στρατηγικής και εμπορικής σχέσης που έχει
αναπτύξει με τη Ρωσία τα τελευταία 60 χρόνια με
επίκεντρο την ενέργεια.
Ομως η
ώθηση προς το αμερικανικό LNG εγείρει σημαντικά
ερωτήματα για τη γενικότερη ενεργειακή
στρατηγική της Ευρώπης. Πώς συμβαδίζει αυτή η
τάση με την ατζέντα απανθρακοποίησης της ΕΕ και
τους φιλόδοξους (αλλά ανέφικτους) στόχους
NetZero2050; Το φυσικό αέριο, ακόμη και σε μορφή
LNG, παραμένει ορυκτό καύσιμο. Η δέσμευση της ΝΑ
Ευρώπη σε πολυετή συμβόλαια LNG κινδυνεύει να
δημιουργήσει μια εξάρτηση που μπορεί να
συγκρουστεί με τις δεσμεύσεις για την ανάπτυξη
των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών. Οι επικριτές
προειδοποιούν ότι δίνοντας προτεραιότητα στην
άμεση ασφάλεια και την πολιτική σύμπλευση, η
Ευρώπη μπορεί τελικά να υπονομεύσει τους ίδιους
τους κλιματικούς της στόχους. Ομως ο αντίλογος
υποστηρίζει σθεναρά ότι το φ. αέριο είναι κοινώς
αποδεκτό ως το κατ’ εξοχήν καύσιμο της
ενεργειακής μετάβασης και άρα θα αποτελεί βασικό
συστατικό του ενεργειακού ισοζυγίου στην Ευρώπη
και παγκοσμίως για πολλές δεκαετίες ακόμα.
Υπάρχει
επίσης το ερώτημα εάν το αμερικανικό LNG μπορεί
να προσφέρει το επίπεδο ασφάλειας που υπόσχεται.
Σε αντίθεση με το αέριο αγωγών, που ρέει
σταθερά, οι αγορές LNG είναι έντονα
παγκοσμιοποιημένες και εξαρτώνται από τις
διακυμάνσεις της ζήτησης στην Ασία, ιδιαίτερα
στην Κίνα. Μια απότομη αύξηση της ασιατικής
ζήτησης μπορεί εύκολα να εκτρέψει φορτία LNG
μακριά από την Ευρώπη, αυξάνοντας τις τιμές και
περιορίζοντας την προσφορά. Παρά την τεράστια
παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ, η παγκόσμια αγορά
LNG κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη από μεταβλητότητα
είναι. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργειακή ασφάλεια
της ΝΑ Ευρώπης μπορεί να εξακολουθήσει να
αντιμετωπίζει κινδύνους, ακόμη κι αν μειώνεται η
εξάρτηση από τη Ρωσία.
Κι όμως,
παρά τους κινδύνους και τα κόστη, υπάρχουν λόγοι
αισιοδοξίας. Η διαφοροποίηση των πηγών
εφοδιασμού είναι εγγενώς επωφελής για την
ενεργειακή ασφάλεια. Η ύπαρξη πολλών
προμηθευτών, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, το
Κατάρ, τη Νιγηρία ή άλλους, μειώνει την ευάλωτη
θέση ενώπιον γεωπολιτικών πιέσεων. Οι νέες
υποδομές LNG που κατασκευάζονται στη ΝΑ Ευρώπη,
με σημείο αναφοράς τον Κάθετο Διάδρομο (Vertical
Corridor-VC), ενισχύουν την περιφερειακή
ανθεκτικότητα. Επιπλέον, οι στενότεροι
ενεργειακοί δεσμοί ΗΠΑ – ΝΑ Ευρώπης παρέχουν
παράλληλα μια στρατηγική «ομπρέλα» προστασίας,
εντάσσοντας την περιοχή πιο σταθερά στο
αμερικανικό πλαίσιο ασφάλειας.
Η χώρα μας
αποβλέπει στην αξιοποίηση του VC για να καταστεί
σημαντικός εξαγωγέας αερίου προς Βορρά
χρησιμοποιώντας στο έπακρον τη σημερινή υποδομή
της σε τέρμιναλ αεριοποίησης και αποθήκευσης
LNG. Ομως οι ανωτέρω εγκαταστάσεις
(Αλεξανδρούπολη, Ρεβυθούσα), με συνολική ετήσια
εφικτή δυναμικότητα αεριοποίησής στα 5 bcma, δεν
επαρκούν για να υποστηρίξουν τους εξαγωγικούς
σχεδιασμούς της κυβέρνησης αφού η δυναμικότητα
του VC είναι της τάξης των 10-12 bcma. Αρα, θα
χρειαστεί το συντομότερο να προωθηθεί η
κατασκευή των δύο επιπλέον μονάδων FSRU που
έχουν αδειοδοτηθεί, δηλ. της «Διώρυγα Gas» στους
Αγίους Θεοδώρους και αυτής της Elpedison στη
Θεσσαλονίκη.
Η έλευση
του αμερικανικού LNG δεν αφορά απλώς ποσότητες
φυσικού αερίου. Αφορά τη γεωπολιτική και τη
γεωοικονομική σημασία της Γηραιάς Ηπείρου και
αναπόφευκτα οδηγεί σε αντικρουόμενα οράματα για
το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ βλέπουν
στο LNG όχι μόνο μια εμπορική ευκαιρία αλλά και
ένα μέσο επιρροής τους και περιορισμού της
ρωσικής ισχύος. Η ΕΕ, από την άλλη,
αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο να συμφιλιώσει τις
φιλοδοξίες απανθρακοποίησης με τις οικονομικές
και πολιτικές πραγματικότητες του παρόντος.
Ενα είναι
βέβαιο: το αμερικανικό LNG δεν αποτελεί πλέον
περιθωριακή ή συμπληρωματική πηγή εφοδιασμού.
Εχει καταστεί κεντρικό στοιχείο της ενεργειακής
εξίσωσης της περιοχής. Το αν αυτή η μετατόπιση
θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της ΝΑ
Ευρώπης ή θα επιβαρύνει τις οικονομίες της θα
εξαρτηθεί από το πόσο έξυπνα θα κινηθούν οι
υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που θα κληθούν να
συγκεράσουν τις αντικρουόμενες πιέσεις του
κόστους, της ασφάλειας εφοδιασμού και των
κλιματικών φιλοδοξιών την επόμενη δεκαετία.
* Ο
κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος και
εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου
Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|