|
Ήδη εκ
πρώτης όψεως φαίνεται ότι η προσέγγιση είναι
απλουστευτική και πάντως εκκινεί από εσφαλμένη
αφετηρία. Παρά την αναντίρρητη ανάγκη βελτίωσης
της αποδοτικότητας στον δημόσιο τομέα, η
αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων κάθε
δημοσίου υπαλλήλου αποτελεί συνάρτηση και άλλων
παραμέτρων που δεν είναι αμιγώς οικονομικής
φύσεως, όπως η διαφύλαξη της νομιμότητας ή η
αμεροληψία έναντι ιδιωτικών και κομματικών
συμφερόντων. Επιπλέον, η κατάργηση της
μονιμότητας θα προκαλούσε μάλλον το αντίθετο
αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο: Η προκήρυξη
θέσεων χωρίς προοπτική μόνιμης απασχόλησης
δυσχεραίνει σημαντικά την προσέλκυση υποψηφίων
υψηλών προσόντων, για τους οποίους η σταθερότητα
των επαγγελματικών προοπτικών αντισταθμίζει σε
έναν βαθμό την περιορισμένη ανταγωνιστικότητα
των αποδοχών του δημοσίου σε σύγκριση με τον
ιδιωτικό τομέα, ιδίως στη «μεταμνημονιακή» εποχή
της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Ο βασικός
όμως προβληματισμός τυχόν κατάργησης της
μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων συνδέεται με
την αύξηση του κινδύνου ταύτισής τους με την
εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, την ανάπτυξη
κομματικών και πελατειακών εξαρτήσεων ή ακόμη
και το ενδεχόμενο μαζικότερων απολύσεων με
πολιτικά ή άλλα αυθαίρετα κριτήρια. Άλλωστε, η
ρητή συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας
αποσκοπούσε ακριβώς στην αντιμετώπιση παρόμοιων
φαινομένων, τα οποία – στο πλαίσιο των
ιδεολογικών και κοινωνικών εντάσεων της εποχής –
είχαν εκλάβει ακραίες διαστάσεις. Χαρακτηριστικό
είναι ότι οι κυβερνητικές αλλαγές συνοδεύονταν
συνήθως από συγκεντρώσεις απολυμένων υπαλλήλων
στην πλατεία, όπου βρισκόταν τότε το Υπουργείο
Εσωτερικών: οι διαμαρτυρίες τους μετά «κλαυθμών
και οδυρμών» οδήγησαν στη μετονομασία της σε
πλατεία Κλαυθμώνος.
Καθίσταται
ίσως εμφανές ότι η μονιμότητα των δημοσίων
υπαλλήλων δεν κατοχυρώθηκε ως ιδιότυπο προνόμιό
τους αλλά ως συνταγματική εγγύηση έναντι της
εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Πέραν της
υποκειμενικής προστασίας κάθε υπαλλήλου, η
μονιμότητα συντείνει στην εκπλήρωση
αντικειμενικής λειτουργίας, προφυλάσσοντας
αρχικά το κράτος και αντανακλαστικά κάθε πολίτη
από αυθαιρεσίες και καταχρήσεις εκ μέρους της
πολιτικής εξουσίας. Στην πολιτική εξουσία
απόκειται άλλωστε να ελαχιστοποιήσει τα
περιθώρια κατάχρησης της ίδιας της μονιμότητας
σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Για να
επιτευχθεί αυτό δεν είναι αναγκαία η αναθεώρηση
του Συντάγματος. Αρκεί η τήρηση και εφαρμογή
του.
Ο κ.
Νικόλαος Ι. Σημαντήρας είναι επίκουρος καθηγητής
της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|